Όταν επισκέφτηκα το Σαν Φρανσίσκο ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να πάω στη γωνία των οδών Χέιτ και Άσμπουρι, ένα από τα πλέον εμβληματικά μέρη της πόλης που έγινε το επίκεντρο του κινήματος των χίπις και όλου του μύθου των 60s και ειδικά του καλοκαιριού της αγάπης το 1967. Μιλάμε για τη δεκαετία που ήθελε την κίνηση, την αλλαγή, που είπε όχι σε πολλά και ας κέρδισε λίγα, και αυτά για λίγο, το θέμα της ήταν να μη μείνει στάσιμη.

Αν και έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τη δεκαετία του εξήντα λίγα είναι αυτά που την προσέγγισαν με όρους κοινωνικής αλλά και μουσικής ανάλυσης (ταυτόχρονα). Αυτό ακριβώς έκανε ο David Pichaske το 1979 στο εξαιρετικό βιβλίο του που με πολύ καθυστέρηση μεταφράστηκε και στα ελληνικά το 2016. Μέσα σε σχεδόν 500 σελίδες ο Pichaske προσπαθεί να πει την ιστορία της δεκαετίας μέσα από τα τραγούδια της εποχής. Γιατί αν υπάρχει κάτι που μιλάει για την ιστορία των 60s είναι τα τραγούδια αυτής της δεκαετίας, τραγούδια που έδωσαν ήχο στην εναντίωση σε κάθε τι που θύμιζε συντήρηση, ένα οργισμένο όχι απέναντι σχεδόν στα πάντα και ας έγινε με έναν ρομαντικά αφελή τρόπο που είχε όμως πίστη στο δίκαιο και ηθικό.

Το rock n roll ήταν απλά η σπίθα στα 50ς και καπάκι ήρθε η αναβίωση της folk να συνοδέψει τις φιλειρηνικές διαδηλώσεις με τραγούδια διαμαρτυρίας και στη συνέχεια η βρετανική εισβολή και η ροκ δημοφιλία παράλληλα με την αφύπνιση της αντικουλτούρας, τον πειραματισμό και τον ριζοσπαστισμό σε κάθε επίπεδο. Η διαφορετική φιλοσοφία, οι ανεξάρτητες εταιρείες, τα εμβληματικά φεστιβάλ, τα ναρκωτικά, τα FM λίγο πριν σκάσουν οι μανατζαραίοι για την οικειοποίηση όλων και την αναμενόμενη αφομοίωση του εναλλακτικού από την καθεστηκυία τάξη αλλά και η ασάφεια των στίχων όταν τα πράγματα σοβάρεψαν, έγιναν πιο… τέχνη (αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει art rock), πιο επαγγελματικά. Μια δεκαετία που τράβηξε τα ναι και τα όχι στα όρια, στην τόση υπερβολή που στο τέλος ζήταγε ένα σάλτο στον γκρεμό της εκκεντρικότητας ή μια στροφή 180 μοιρών στην συντήρηση και την ασφάλεια της κανονικότητας. Και μετά διάλεξαν τον Νίξον.

Στα θετικά του βιβλίου η εξαιρετική ματιά του Pichaske στην ατμόσφαιρα και τις κοινωνικές συνθήκες και την αντανάκλαση της ατομικής και κοινωνικής ψυχολογίας μέσα από τα τραγούδια της περιόδου. Χωρισμένο σε συγκεκριμένα κεφάλαια πιάνει διαφορετικούς τομείς ξεκινώντας από το υπόβαθρο στα 50s (με τον διάχυτο συντηρητισμό της μεταπολεμικής εποχής), περνώντας στην άνοδο μέσω του underground στους εναλλακτικούς τρόπους ζωής (κοινόβια, καταλήψεις), στην επίδραση πάνω σε χιλιάδες αλλά και στην γρήγορη παρακμή. Εστιάζει σε εμβληματικούς καλλιτέχνες που τράβηξαν τα φώτα (και τους οπαδούς) αλλά και την μεταστροφή ή μετάλλαξη στη συνέχεια όταν άρχισαν τα αδιέξοδα. Η ανάλυση σε δίσκους των Beatles, Dylan, Who, Paul Simon είναι απολαυστική ενώ η συνεχής παράθεση στίχων μέσα στα κεφάλαια (αλλά παράλληλα και με κείμενα άλλων συγγραφέων, ταινιών της εποχής κτλ) βοηθάει την αναγνωστική ροή και κατανόηση. Ένα κείμενο ζωντανό και πολύχρωμο που σε μεταφέρει εκεί τονίζοντας πάμπολλες πτυχές ενός κοινωνικού φαινομένου (από την δημιουργικότητα, την σεξουαλική απελευθέρωση και τον κοινωνικό αναβρασμό μέχρι τα στραπάτσα και τις υποχωρήσεις). Το πιο θετικό είναι ότι δεν καλύπτει απλά 10 χρόνια αλλά την περίοδο 1954-1973 με αποτέλεσμα να μην αφήνει κενά ως το πριν και μετά και κυρίως στο γιατί το rock εκείνων των χρόνων αναδείχθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο της αντικουλτούρας που παρέσυρε κόσμο και συνειδήσεις. Στα αρνητικά η κάπως πρόχειρη επιμέλεια στην ελληνική έκδοση (παρά την πολύ καλή μετάφραση που έκανε η Χίλντα Παπαδημητρίου) αλλά και η αμερικάνικη ματιά του συγγραφέα αφού η ευρωπαϊκή ήπειρος απουσιάζει σχεδόν εντελώς τόσο σε κινηματικό αλλά και σε μουσικό επίπεδο και γίνεται αναφορά μόνο σε κάποιες βρετανικές μπάντες που πέρασαν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Η ματιά του είναι βιωματική όμως και αυτό απογειώνει το βιβλίο.