Black Stone Cherry, πάνω από όλα φίλοι και μετά όλα τα άλλα. Αυτό είναι το μυστικό της μακροβιότητας του συγκροτήματος σύμφωνα με τον μπασίστα, Jon Lawhon, που είναι ο πιο «μεγάλος» της παρέας και ο μοναδικός που δεν κατάγεται από το Edmonton του Kentucky. Η κουβέντα μας μαζί του περιστρέφεται γύρω από το θέμα της εποχής μας, τον κορωνοϊό, το νέο άλμπουμ, “The Human Condition”, τη σύνθεση της μπάντας, το θρυλικό προβάδικο των Kentucky Headhunters και την σημαντικότερη στιγμή της, μέχρι τώρα τουλάχιστον. Οι απαντήσεις του είναι μεγάλες και εξαντλητικές. Είναι ευθύς και ειλικρινής. Μπορεί να περνάει ζόρικα, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι και κυρίως οι μουσικοί, εν μέσω πανδημίας, αλλά όσο έχει τα «αδέρφια» του στην οικογένεια των Black Stone Cherry δεν τον πτοεί τίποτα. Συνέντευξη: Γιάννης Δόλας

Black Stone Cherry

Rockpages.gr: Σε αυτές τις πολύ περίεργες στιγμές για όλο τον κόσμο, πολλοί άνθρωποι σε lockdown, σε καραντίνα. Πως σας έχει επηρεάσει αυτό;

Jon Lawhon: Πιο πολύ οικονομικά από οτιδήποτε άλλο. Νομίζω αυτό θα ανακαλύψει ολόκληρος ο κόσμος. Η οικονομική καταστροφή θα είναι δέκα φορές χειρότερη από την πανδημία. Κανείς δεν ξέρει πολλά για αυτό τον ιό, ώστε να μπορεί να το συζητήσει. Ακόμα μαθαίνουμε. Μαθαίνουν ολοένα καινούρια πράγματα συνεχώς. Το μόνο που ξέρεις ότι μπορείς να επιλέξεις είτε να τον φοβάσαι και να του επιτρέψεις να επηρεάζει τη ζωή σου, ή να προχωρήσεις και να ζήσεις τη ζωή σου συνειδητοποιώντας ότι είναι κάτι αναπόφευκτο και θα το περάσουμε όλοι αναπόφευκτα.

Δεν μπορείς να ξεπεράσεις έναν ιό, εκτός αν ζήσεις όλη σου τη ζωή σε καραντίνα. Δεν μπορείς να αποφύγεις την ασθένεια, είναι μέρος της ζωής. Δυστυχώς, έτσι είναι. Προσωπικά, επιλέγω να ζω τη ζωή μου και να μην ζω με τον φόβο.

Rockpages.gr: Τι πιστεύεις ότι θα γίνει όταν τελειώσει; Όχι στον κόσμο γενικά, αλλά στη μουσική.

Jon Lawhon: Ειλικρινά, δεν ξέρω. Όταν λες «όταν τελειώσει»… υπάρχει πολύς κόσμος που λέει «όταν γίνουν οι εκλογές θα εξαφανιστεί»… φυσικά και όχι! Θα είναι διαφορετικός ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί. Αν νικήσουν οι δημοκρατικοί στις αμερικάνικες εκλογές, τότε θα το χειριστούν διαφορετικά από ότι οι ρεπουμπλικάνοι. Αυτή θα είναι η μόνη διαφορά.

Rockpages.gr: Το τελευταίο σας άλμπουμ ακούγεται πιο heavy από οτιδήποτε έχετε κάνει στο παρελθόν. Πως προέκυψε αυτό;

Jon Lawhon: Εντελώς ηθελημένα! Επιστρέφαμε στο στούντιο μετά την ολοκλήρωση του κύκλου για το “Family Tree”… στο “Family Tree” θέλαμε να κάνουμε ένα Southern rock άλμπουμ τζαμαρίσματος, κάτι που θα μπορούσες να τραγουδάς το κάθε τραγούδι, και κάτι που θα μας έδινε τη δυνατότητα να χαλαρώσουμε για λίγο, ήταν περισσότερο ένα άλμπουμ για να νοιώσουμε καλά, παρά heavy. Σε αυτό το άλμπουμ όταν μπήκαμε στο στούντιο περάσαμε μέρες απλά αναπτύσσοντας το ήχο του. Γιατί θέλαμε ηχητικά να σπάει κόκαλα. Αυτή ήταν η πρόθεσή μας. Νομίζω ότι τα καταφέραμε γιατί δεν ξέρω τι έρχεται μετά από αυτό, αλλά όταν το single μας “Again” παίζει στο ράδιο και ακούς για παράδειγμα Octane, ή Sirius XM Hard Rock, μπορεί να παίξει πριν από οτιδήποτε… όταν λοιπόν παίζει το “Again” είναι σαν να σου ανοίγουν τα μάτια γιατί ακούγεται πιο heavy. Κι ό,τι παίξει αμέσως μετά ακούγεται αυτομάτως πιο soft. Κι αυτό επειδή επενδύσαμε τόσο πολύ στον ήχο αυτού του άλμπουμ. Θέλαμε να είναι το πιο δυνατό και πιο επιθετικό που έχεις ακούσει ποτέ.

Rοckpages.gr: Νομίζω επίσης πως είναι και το πιο ομοιογενές. Το κάθε τραγούδι ακούγεται σαν να είναι μέρος του προηγούμενου. Δεν εννοώ ότι όλα ακούγονται ίδια, αλλά υπάρχει μια ομοιογένεια στο υλικό. Είναι πολύ πολύ ομοιόμορφο. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή ωριμάζετε περισσότερο σαν συνθέτες και σαν παίχτες καθώς αυτό είναι το έβδομο άλμπουμ σας. Ή… δεν ξέρω, εσύ πες μου.

Jon Lawhon: Δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με τις συνθέσεις… γιατί για παράδειγμα το “Ride”… γράψαμε αυτό το τραγούδι πριν καν ηχογραφήσουμε   το πρώτο μας άλμπουμ. To “Again”, το πρώτο μας single, γράφτηκε εξ’ ολοκλήρου στο στούντιο, αλλά η πρώτη γέφυρα προέρχεται από ένα παλιότερο τραγούδι. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κρατήσαμε από εκείνο, τη γέφυρα. Μετά, έχουμε το “Keep On Keepin’ On”… το οποίο γράψαμε για το τρίτο μας άλμπουμ, το “Between The Devil And The Deep Blue Sea”. Υπήρχαν κάποια τραγούδια που η εταιρεία μας δεν τα είχε προσέξει όσο έπρεπε, αλλά τα αγαπούσαμε εμείς σαν συγκρότημα για πολλά χρόνια. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα. Λίγα είναι τα τραγούδια που είναι εντελώς καινούρια. Το “Push Down & Turn” είναι καινούριο… το “When Angels Learn To Fly” είναι καινούριο… ακόμα και το “Ringin’ In My Head” ήταν κάτι που γράψαμε πριν από δυο, τρία, τέσσερα χρόνια…

Υπάρχει υλικό από διάφορες περιόδους, από δύο χρόνια πίσω, από πέντε, από είκοσι… οπότε, θα έλεγα ότι ο λόγος που κάνει το άλμπουμ να έχει τόσο καλή ροή είναι το γεγονός ότι όλα αυτά τα τραγούδια τελικά, και κατά κάποιον τρόπο σαν από θαύμα θα έλεγα, ταιριάζουν πραγματικά στις καταστάσεις που ζούμε τώρα τέλεια. Και αυτό δεν έγινε σε καμία περίπτωση επίτηδες.

Στο πρώτο τραγούδι, το “Ringin’ In My Head”, ο πρώτος στίχος είναι: “People, people your attention please, I need to tell you all about a new disease”… (=κόσμε, πρόσεχε σε παρακαλώ, θέλω να σου πω για μια νέα αρρώστια)… ο κόσμος το ακούει και νομίζει ότι το έχουμε γράψει για τον κορωνοϊό… Όχι! Γιατί το γράψαμε πολύ πριν εμφανιστεί ο ιός. Απλά συμβαίνει να ταιριάζει τέλεια. Μετά, το “Again” είναι η ιστορία του ανθρώπινου φοίνικα. Δεν έχει σημασία πόσες φορές θα πέσεις στα γόνατα, θα ξανασηκωθείς και θα συνεχίσεις να προχωράς. Είναι ένα θετικό κομμάτι. Δεν γράφτηκε για τον κορωνοϊό.

Ο τίτλος “The Human Condition”, αναφέρεται στην κοινωνία, σε μας σαν ανθρώπους, προχωράμε μπροστά. Κάνουμε ό,τι μπορούμε καλύτερο, ξανασηκωνόμαστε και ξεσκονιζόμαστε και προχωράμε μπροστά, όσο δύσκολα κι αν είναι, όσα εμπόδια κι αν στέκονται μπροστά μας. Το κάθε κομμάτι στο δίσκο ταιριάζει στην κατάσταση που ζούμε. Αυτός νομίζω είναι ο λόγος που το άλμπουμ έχει τόσο καλή ροή. Αυτός είναι ο λόγος που είναι μια τόσο καλή συλλογή τραγουδιών. Απλά τυχαίνει να συμβαίνει αυτό.

Rockpages.gr: Όταν άκουσα το “I’m In Love With The Pain” σκέφτηκα ότι οι Aerosmith και οι Bon Jovi θα σκότωναν για να το έχουν σε κάποιο άλμπουμ τους.

Jon Lawhon: Τρομερό! Το εκτιμώ αυτό! Είμαι μεγάλος οπαδός και των δυο συγκροτημάτων. o John Fred (Young) και ο Ben (Wells) είχαν γράψει ένα τραγούδι που λεγόταν “In Love With The Pain” στο Nashville με κάποιους country συνθέτες. Είχαν λοιπόν το ρεφρέν. Εμείς είχαμε ένα άλλο τραγούδι, δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο αυτή τη στιγμή, που το είχαμε γράψει πολύ πιο παλιά και ήταν ένα πολύ ωραίο τραγούδι, απλά το ρεφρέν ήταν λίγο πρόχειρο. Έτσι, παντρέψαμε τα δυο τραγούδια για να δημιουργήσουμε τη δική μας βερσιόν του “In Love With The Pain”. Σβήσαμε εντελώς τους στίχους, τη γέφυρα και τη μουσική και υιοθετήσαμε αυτά που είχαν γράψει ο John Fred και ο Fred. Το μόνο που κρατήσαμε ήταν το ρεφρέν, όλα τα άλλα πήγαν στα σκουπίδια. Έτσι λοιπόν, πήραμε ένα τραγούδι από το 2007; Μάλλον… μπορεί να ήταν και πιο παλιό, πήραμε ένα παλιότερο τα ταιριάξαμε και φτιάξαμε αυτό. Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου στο άλμπουμ, για να είμαι ειλικρινής.

Rockpages.gr: Πως και ηχογραφήσατε τη διασκευή στο “Don’t Bring Me Down” των E.L.O.; θεωρήσατε ότι το άλμπουμ χρειαζόταν και μια διασκευή;

Jon Lawhon: Όχι, ειλικρινά πήγαινε για B’ side. Επειδή συχνά η εταιρεία ζητάει κάποιο κομμάτι σαν B’side για να το βάλει σε μια σπέσιαλ έκδοση για μια συγκεκριμένη αγορά, ή κάποια αποκλειστικότητα για κάποιο μαγαζί κλπ… οπότε, συνηθίζουμε να γράφουμε διασκευές για αυτό το σκοπό. Έτσι, δεν δίνουμε από το δικό μας αυθεντικό υλικό. Αλλά, βάλαμε αυτό το κομμάτι… είμαστε όλοι μεγάλοι οπαδοί των E.L.O. και η διασκευή βγήκε τόσο καλή που η εταιρεία μας ζήτησε να τη βάλουμε στο κανονικό άλμπουμ. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που μπήκε. Μας άρεσε το αποτέλεσμα και ο μάνατζερ και η εταιρεία συμφώνησαν στο ότι έπρεπε να μπει στο άλμπουμ.

Rockpages.gr: Θεωρώ πως είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι ηχογραφήσατε ένα κομμάτι που είναι διαφορετικό από τις επιρροές σας, ή το στυλ σας. Είναι πολύ διαφορετικό από τα EP διασκευών σας, όπου διασκευάζετε blues τραγούδια, οπότε γιατί δεν σκέφτεστε να κυκλοφορήσετε ένα EP με εντελώς «ξεκάρφωτες» διασκευές;

Jon Lawhon: Ναι, σίγουρα! Δεν είμαστε αντίθετοι σε κάτι τέτοιο. Προφανώς, είμαστε μια blues rock μπάντα, που μας κατατάσσουν στο southern rock, μας ταγκάρουν σαν hard rock ακόμα και metal. Αλλά, στον πυρήνα μας είμαστε μια blues rock μπάντα. Αυτό είμαστε. Όλα τα υπόλοιπα είναι η εξέλιξή μας μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που παίζουμε μουσική. Αλλά, όταν πάμε και κάνουμε τις blues διασκευές, τα EP, είναι σαν να γυρίζουμε στις ρίζες μας. Σαν να επιστρέφουμε στην εποχή που ήμασταν πιτσιρίκια. Όταν μαθαίναμε μουσική κι αρχίζαμε να παίζουμε μαζί. Ειλικρινά, είναι κάτι που κάνουμε για μας για να περάσουμε καλά και αποφασίζουμε να ηχογραφήσουμε, ώστε ο κόσμος να έχει να ασχοληθεί με κάτι ώσπου να κυκλοφορήσουμε το κανονικό άλμπουμ μας. Αλλά, όχι δεν είμαι αρνητικός σε μια τέτοια ιδέα. Κανείς από εμάς φαντάζομαι… θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα EP σαν φόρο τιμής σε έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη, ή είδος, ή στο πρώιμο Βρετανικό rock, ή το Αμερικάνικο rock των ‘50s… οτιδήποτε! Δεν είμαστε αντίθετοι σε αυτό. Θα ήθελα να κάναμε κάποτε ένα gospel άλμπουμ.

Rockpages.gr: Το συγκρότημα έχει την ίδια σύνθεση από το ξεκίνημά του. Πως λειτουργεί αυτό για σας; Είναι σημαντικό; Είστε φίλοι; Απλά τέσσερις τύποι στο ίδιο γκρουπ; Μια ενωμένη ομάδα; Καλύτεροι φίλοι;

Jon Lawhon: Φυσικά, εστιάζουμε περισσότερο στη φιλία μας, παρά στο συγκρότημα, τόσο στο μουσικό ή το business κομμάτι τα τελευταία 20 χρόνια. Και αυτός είναι ο λόγος που είμαστε ακόμα μαζί σήμερα. Ο John Fred και ο Chris (Robertson) είναι φίλοι από 5 ή 6 ετών. Οπότε, εδώ έχεις μια σχέση 30 χρόνων. Εγώ τους γνώρισα… μετακόμισα στο Kentucky το 1998. Γεννήθηκα στο West Palm Beach της Florida και μεγάλωσα στο Jacksonville… ήμουν 15 όταν πήγαμε στο Kentucky. Ο John Fred και ο Chris ήταν τότε 12-13, είμαι καναδυο χρόνια μεγαλύτερός τους. Γνωριστήκαμε χάρη στη σχολική μπάντα. Ο μαέστρος ανακάλυψε ότι ήμουν μέλος της μπάντας στο προηγούμενό μου σχολείο και πως ήμουν καλός. Οπότε, ουσιαστικά με κυνήγησε και με παρακάλεσε να γίνω μέλος στη γραμμή των τυμπάνων, και εκεί γνώρισα τους άλλους δυο. Δεν γίναμε φίλοι αμέσως, αλλά μας έφερε κοντά η μουσική, γιατί σύντομα ανακαλύψαμε ότι μας άρεσαν τα ίδια πράγματα και το στυλ του rock’n’roll που αναπτύξαμε αργότερα παίζοντας. Άρα παίζουμε μουσική μαζί από το  1998, δηλαδή πάνω από 20 χρόνια. Και αργότερα προστέθηκε ο Ben στην παρέα… βασικά, μια μέρα πριν ξεκινήσουμε το συγκρότημα. Ήρθε στην πρόβα, που ήταν κάτι σαν πάρτυ όπου παίζαμε οι τρεις μας, πήρε μια κιθάρα και τζάμαρε μαζί μας. Παίξαμε μερικά τραγούδια μαζί του και αρχίσαμε να αυτοσχεδιάζουμε, οπότε του είπαμε να έρθει και την άλλη μέρα να παίξει μαζί μας και να γράψουμε ίσως και κανένα τραγούδι. Γράψαμε ένα κομμάτι που ονομάσαμε “Walking”, το οποίο αργότερα μεταμορφώθηκε στο “The Key” από το “Folkrore And Superstition”. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που γράψαμε κάτι όλοι μαζί σαν 4μελες συγκρότημα. Αλλά, ακόμα και από εκείνη την ημέρα, στις 4 Ιουνίου 2001, που ουσιαστικά ξεκίνησε το συγκρότημα, πάντα εστιάζαμε στη φιλία και στη σχέση μας περισσότερο από ότι στη μουσική.

Για παράδειγμα, τώρα που περνάμε δύσκολες στιγμές ζοριζόμαστε όλοι. Οι γυναίκες του Chris και του Ben είναι νοσοκόμες, οπότε οι οικογένειές τους βγάζουν αρκετά καλά λεφτά ακόμα και τώρα. Ο John Fred κι εγώ έχουμε μόνο το δικό μας εισόδημα, οι γυναίκες μας δεν δουλεύουν. Η γυναίκα μου έχει αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών στο σπίτι κλπ. Έτσι, τα λεφτά που βγάζουμε δεν πλησιάζουν ούτε στο ελάχιστο αυτά των άλλων δυο. Όταν τις προάλλες ο Chris συνειδητοποίησε ότι δεν είχα μια, βασικά ο λογαριασμός μου στην τράπεζα ήταν μείον 150 δολάρια, στο γυρισμό σπίτι του από την πρόβα μου έστειλε ένα μήνυμα, που μου είπε ότι μου στειλε «λεφτά για τσιγάρα». Κοιτάζω στο λογαριασμό μου και βλέπω ότι μόλις είχαν μπει 500 δολάρια. Έτσι, απλά επειδή τα είχα ανάγκη. Τέτοιοι άνθρωποι είμαστε. Φροντίζουμε ο ένας τον άλλο. Και χρειάζεται μεγάλη συγκέντρωση και αφοσίωση ο ένας στον άλλο για να αντέξεις 20 και πλέον χρόνια.

Rockpages.gr: Τι θυμάσαι από εκείνες τις πρώτες ημέρες που φτιάξατε τη μπάντα και ξεκινήσατε να κάνετε πρόβες; Παίζατε στο ίδιο μέρος που έκαναν πρόβες και οι Kentucky Headhunters, σωστά;

Jon Lawhon: Ναι, αποκτήσαμε τις πρώτες μας εμπειρίες στο προβάδικο όπου οι Richard (Young), Fred (Young), Doug (Phelps) και Greg (Martin)… εκεί που μεγάλωσαν γράφοντας και παίζοντας μουσική. Όταν ήμασταν έφηβοι ο Richard ήταν εκείνος που φρόντιζε να μην μπλέξουμε πουθενά, οπότε μας είπε αν θέλουμε να παίζουμε εκεί. Έτσι, μέχρι να φτιαχτεί η μπάντα η ρουτίνα μας ήταν κάθε μέρα μετά το σχολείο να πηγαίνουμε εκεί να παίζουμε και εννοώ κάθε μέρα. Φεύγαμε από το σχολείο και πηγαίναμε κατευθείαν στο προβάδικο, όπου παίζαμε για έξι με οκτώ ώρες… κάθε μέρα! Από Δευτέρα έως Παρασκευή. Τις Παρασκευές τα βράδια μέναμε όλοι στο σπίτι του John Fred, που έμενε πιο κοντά από όλους μας στο προβάδικο. Τα Σάββατα πηγαίναμε κατά τις 9 ή 10 το πρωί και καθόμασταν εκεί μέχρι τις 10 ή τις 11 το πρωί της Κυριακής την επόμενη ημέρα και παίζαμε διασκευές κλπ.

Rockpages.gr: Διαβάζοντας σε συνεντεύξεις σας για αυτό το προβάδικο και βλέποντας και κάποιες σχετικές φωτογραφίες προσπαθούσα να φανταστώ την ατμόσφαιρα του να παίζεις εκεί μέσα, στο προβάδικο των Kentucky Headhunters, ενός συγκροτήματος μεγαλύτερου από εσάς σε ηλικία και με τη δική του θρυλική ιστορία για την πατρίδα της μπάντας, το Kentucky. Τι αφίσες θα υπήρχαν στους τοίχους, τι θα βλέπατε όταν παίζατε, τι σκεφτόσασταν… ότι θα γινόσασταν κάποια στιγμή σαν κι αυτούς;

Jon Lawhon: Ω, ρε φίλε… όταν ήμασταν 15; Όταν μπαίναμε στο προβάδικο για πρώτη φορά και σηκώναμε τα όργανά μας και χτίζοντας σιγά σιγά την καριέρα μας και τη ζωή μας κοιτάζοντας τα πρόσωπα των Jimi Hendrix, Eric Clapton, Muddy Waters, BB King, Freddie King, Albert King… τους τρεις βασιλιάδες… Blue Cheer, Mott The Hoople… Stiff Little Fingers… η λίστα συνεχίζεται και είναι πολύ Αγγλική…

Το προβάδικο στο μεταξύ δεν είχε θέρμανση, οπότε τους χειμερινούς μήνες δεν υπήρχε τρόπος για να ζεσταθείς. Και οι τοίχοι ήταν σανίδες, σαν ένας παλιός στάβλος. Οπότε, υπήρχαν ρωγμές στους τοίχους, μέσα από τις οποίες ο άνεμος σφύριζε και ξεπάγιαζες από το κρύο. Έτσι, για να καλύψουν τις ρωγμές οι Headhunters όταν ήταν έφηβοι, μέχρι τα 20 κάθε φορά που αγόραζαν ένα δίσκο, ή μια αφίσα ή οτιδήποτε, το έβαζαν πάνω στις ρωγμές. Έτσι, οι τοίχοι έγιναν ουσιαστικά ένα γκράφιτι με παραστάσεις από παλιό rock’n’roll, blues, jazz, pop… ό,τι θες! Όλα αυτά τα αναμνηστικά από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Υπάρχουν και πράγματα ακόμα και από πιο πριν που κρέμονται εκεί πέρα.

Όπως μπαίνεις υπάρχει ένας μεγάλος χώρος, αυτό είναι ουσιαστικά το προβάδικο. Μπροστά σου βλέπεις σκάλες που είναι πάρα πολύ απότομες και έχει μια πόρτα στα αριστερά, η οποία οδηγεί στο γραφείο του Richard. Οι σκάλες πάνε πάνω και στην κορυφή υπάρχει ένα δωμάτιο στα αριστερά κι ένα στα δεξιά. Αυτά τα δυο δωμάτια είναι γεμάτα από drum kits που ανήκουν στον Fred (Young) και τον θείο του John Fred. Και όταν λέω γεμάτα, εννοώ τίγκα μέχρι το ταβάνι… τίγκα! Δεν μπορείς να περπατήσεις εκεί μέσα. Έτσι, ο μόνος χώρος που χρησιμοποιείται είναι αυτός κάτω για τις πρόβες.

Rockpages.gr: Μέχρι στιγμής ποια θα έλεγες ότι είναι η πιο σημαντική σας στιγμή;              

Jon Lawhon: Ω ρε φίλε… ειλικρινά, χθες ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή για μας. Πέρασαν 242 (σημείωση: η συνέντευξη έγινε στις 15 Οκτωβρίου) ημέρες από τότε που οι τέσσερις μας ανεβήκαμε όλοι μαζί σε μια σκηνή και παίξαμε μουσική ζωντανά. Και μετά, χθες κινηματογραφήσαμε μια ζωντανή εμφάνιση που θα προβάλουμε στις 30 Οκτωβρίου, το “Live From The Sky”. Ήταν εξωπραγματικό το λιγότερο το να μπορώ και πάλι να ανέβω στη σκηνή με τα αδέρφια μου και να ξαναπαίξουμε μουσική μετά από 242 ημέρες από την τελευταία φορά που παίξαμε μια συναυλία. Ένοιωσα και πάλι σαν παιδί, ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ!