O ηγέτης και συνιδρυτής των θρυλικών Beach Boys άφησε την τελευταία του πνοή, χθες Τετάρτη 11 Ιουνίου σε ηλικία 82 ετών.

Μιλάμε για μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυΐες στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής, που δεν δημιούργησε απλώς μερικές από τις πιο εμβληματικές μελωδίες του 20ού αιώνα, αλλά άλλαξε για πάντα τον τρόπο που κατανοούμε τη μουσική παραγωγή, τη σύνθεση και το ίδιο το pop τραγούδι.

Γεννημένος το 1942 στην Καλιφόρνια, ο Brian Wilson βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο του μουσικού κινήματος που έγινε γνωστό ως “California Sound”. Οι Beach Boys, με τα ηλιοκαμένα surf τραγούδια, τις αρμονικές φωνές και τους ρομαντικούς στίχους για παραλίες, κορίτσια και hot rods, έγιναν το soundtrack μιας ολόκληρης γενιάς.

Όμως, πίσω από τα ξέγνοιαστα αυτά τραγούδια κρυβόταν ένα μυαλό που διψούσε για περισσότερα. Ο Wilson δεν αρκούνταν στην εμπορική επιτυχία· ήθελε να εξερευνήσει τα όρια της μουσικής δημιουργίας.

Το 1966 κυκλοφορεί το Pet Sounds, ένα άλμπουμ που θεωρείται ακόμα και σήμερα κορυφαίο δείγμα του δημιουργικού δυναμικού της μουσικής βιομηχανίας. Με επιρροές από κλασική μουσική, jazz, ψυχεδέλεια και avant-garde, ο Wilson δημιούργησε ένα έργο όπου η κάθε νότα, η κάθε ενορχήστρωση, η κάθε χροιά έχει λόγο ύπαρξης.

Ο ίδιος χειριζόταν το στούντιο σαν ένα ακόμη μουσικό όργανο, αξιοποιώντας τεχνικές πολυκαναλικής ηχογράφησης, ασυνήθιστα όργανα (όπως το theremin) και πειραματιζόμενος με ηχοχρώματα που μέχρι τότε θεωρούνταν αδιανόητα για την pop μουσική.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Paul McCartney έχει δηλώσει επανειλημμένα πως το Pet Sounds αποτέλεσε έμπνευση για το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles.

Το 1966 ο Brian Wilson κυκλοφορεί το Good Vibrations, ένα single που συνόψισε όλη τη δημιουργική του εμμονή για τελειότητα. Με ηχογραφήσεις σε πολλαπλά στούντιο, αναρίθμητες ώρες μοντάζ και παραγωγής, και ένα ηχητικό αποτέλεσμα που έμοιαζε με μικρό συμφωνικό ποίημα διάρκειας λίγων λεπτών, το τραγούδι καθιερώνεται ως ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της pop.

Η ευαισθησία και η τελειομανία του Wilson δεν άργησαν να τον καταβάλλουν. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχίζει να απομονώνεται, παλεύοντας με ψυχικές ασθένειες, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού και εξαρτήσεις. Το ημιτελές project Smile —το οποίο ο ίδιος είχε οραματιστεί ως το απόλυτο μουσικό έργο— έγινε σύμβολο αυτής της δημιουργικής του αγωνίας.

Μετά από δεκαετίες μάχης, ο Brian Wilson βρήκε ξανά τη θέση του στη μουσική σκηνή. Τη δεκαετία του ’90 επιστρέφει δυναμικά, ενώ το 2004 κυκλοφορεί επιτέλους την ολοκληρωμένη εκδοχή του Smile, γνωρίζοντας καθολική αποθέωση από κοινό και κριτικούς.

Στις επόμενες δεκαετίες, ο Wilson ηχογραφεί νέα άλμπουμ, περιοδεύει, και τιμάται επανειλημμένα για τη συνεισφορά του στην τέχνη του τραγουδιού και της παραγωγής.

Σήμερα, το όνομα του Brian Wilson είναι συνώνυμο με την καλλιτεχνική τόλμη, την ηχητική πρωτοπορία και την ψυχική ευαισθησία. Οι πολυφωνικές του ενορχηστρώσεις, η χρήση του στούντιο ως εργαλείου σύνθεσης, αλλά και η εσωστρεφής θεματολογία των τραγουδιών του, τον κατατάσσουν δίπλα σε εμβληματικές προσωπικότητες όπως οι Beatles, οι Phil Spector, o Frank Zappa και ο George Martin.

Ο ίδιος ίσως το έχει πει καλύτερα από όλους:”Music is God’s voice. It comes from deep inside, from the soul.”