Και ξαφνικά βρέθηκα να φοράω το σμόκιν που νοίκιασα κοκκινίζοντας και την τελευταία πιστωτική μου, να κάθομαι στο τραπέζι που απέχει μόλις δυο ανάσες από την πίστα, να καλλωπίζω το μουστάκι μου με το ειδικό χτενάκι (τίγκα στον αναχρονισμό όμως…) και να χαζεύω το ντεκολτέ της συνοδού μου, που μου ορκίστηκε ότι παλεύει για το φιλόπτωχο ταμείο της. Προς στιγμήν η σκιά της Υβόν Σανσόν πήγε να σαλέψει αλλά το ξανασκέφτηκε…

Το μαγαζί πάντως είναι γεμάτο και ο κόσμος κεφάρει τρελά. Απόψε απολαμβάνουμε μια πρώτης τάξεως Blues/Rock εξτραβαγκάνζα, τους Cold Chisel. Το εναρκτήριο, δωδεκαμετροειδές, ομώνυμο κομμάτι είναι καταπληκτικό και βάζει φωτιά στην πίστα. Σηκώνονται διάφοροι τυπάδες, ντυμένοι σαν το Μιχαλάκη στο “Smooth criminal” και ζαλίζουν τα πατώματα. Το “Everybody” που ακολουθεί, είναι πιο μπλουζ, πιο καμπαρέ, πιο μαύρο, είναι κι αυτό όμως ζωηρό και γρεζάτο.

Η πολύ μεγάλη μπάντα των Αυστραλών, η οποία μετράει εν ζωή από το 1973, επέστρεψε με ένα σπουδαίο άλμπουμ – δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά – και πολλή συγκίνηση. Έκαναν άλμπουμ, τα παράτησαν, ξαναβρέθηκαν, το άφησαν πάλι πίσω και το ξανάπιασαν. Τα παιδιά από την Ντάουνάντα είναι εξαιρετικά δημοφιλή στην πατρίδα τους, είναι ένα σχήμα με τρελές πωλήσεις σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και – δυστυχώς – ποτέ δεν κατάφεραν να πιάσουν στην Αμερική. Θεωρούνται από τις πιο δυναμικές μπάντες στη σκηνή και ομολογώ πως ακόμα κι αν δεν το είχα διαβάσει αυτό θα το υπέθετα μόνος μου, αφού το ύφος τους είναι σκέτη πώρωση. Σαν να ένωσαν τα υβρίδιά τους Elvis και Meatloaf, σαν να έδεσε καταπληκτικά η Μπλουζαμέλ με τα Ροκ μπαχάρια, σαν να ήθελαν όλοι μα όλοι οι μουσικοί να βγει ένα τέτοιο πράγμα προς τα έξω!

Αυθεντικό Μαυρισμένο Ροκ, με γκάζια και πιάνο, με φωνητικά γκόσπελ και ύφος μαγαζιού του Νότου, οδηγείται από την ΦΟΒΕΡΗ φωνή του Jimmy Barnes, ενός πραγματικά πολύ μεγάλου τραγουδιστή, ενός λαρυγγιού που δεν καταλαβαίνει τίποτα. Το μπλουζιάρικο “Dead and laid to rest” θα μπορούσε να είναι μια σπουδή στο είδος, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι απωθημένο του μεγάλου Garry.  

Όπως είδα, η μπάντα έχει κάνει και δυο video για το άλμπουμ αυτό, το ομώνυμο κομμάτι και το “Everybody”. Το τελευταίο μάλιστα είναι εξαιρετικό και αξίζει τον κόπο να το δείτε μια και δυο και παραπάνω φορές.

Ο επίλογος, “I got things to do”, είναι γραμμένος από τον drummer Steve Prestwich, ο οποίος μας άφησε νωρίς, μόλις στα 57 του. Ο καρκίνος του χτύπησε την πόρτα, τον οδήγησε στο χειρουργείο και… Ο ίδιος ο Steve είχε παρουσιάσει αυτό το κομμάτι στην μπάντα, είχε μάλιστα τραγουδήσει στο demo για να δείξει τις μελωδίες της φωνής… Όταν δόθηκαν τα μάστερ στον Kevin Shirley (ναι, αυτός είναι ο παραγωγός του άλμπουμ!), εκείνος έφτιαξε μια έκδοση του κομματιού με τη φωνή του Steve και αυτή μπήκε στο δίσκο.

Μεγάλη μπάντα, σπουδαία δουλειά, ζηλεύουμε από τώρα τους τυχερούς Αγγλάκηδες που θα τους δουν το καλοκαίρι στο Λονδίνο και διάφορες ακόμα πόλεις του νησιού.