
Είναι ελάχιστοι πλέον οι μουσικοί εκείνοι που διατηρούν την αύρα ενός πραγματικού rock star και δικαίως θεωρούνται ζωντανοί θρύλοι. Ο Glenn Hughes είναι η επιτομή αυτών των χαρακτηρισμών και φυσικά δεν περιμέναμε την εμφάνιση στο Floyd για να το διαπιστώσουμε. Ήταν όμως συγκλονιστικό να τον βλέπεις πάνω στη σκηνή, να πιάνει ακόμη και τις πιο απαιτητικές νότες και ταυτόχρονα να είναι τόσο άνετος και συγκινημένος μαζί. Για αυτό δεν ήταν και λίγες οι φορές που μας ευχαριστούσε συνέχεια και εξέφραζε την αγάπη του στο πρόσωπο μας. Μαγικές στιγμές!
Στις 10:00 ακριβώς και με τον κόσμο να έχει δημιουργήσει μία όμορφη ατμόσφαιρα σε ένα ικανοποιητικά γεμάτο venue –μη ξεχνάμε ήταν και μία «δύσκολη» μέρα λόγω των δύο ημιτελικών του Final Four- κάνει την εμφάνιση του ο Hughes και το ταξίδι στο χρόνο ξεκινάει! Αυτό ακριβώς ήταν. Όσοι τυχεροί βρεθήκαμε εκεί, νιώσαμε σα να βλέπαμε μία συναυλία πίσω στο 1974, τότε που τα συγκροτήματα επιδίδονταν σε μακροσκελείς αυτοσχεδιασμούς και χάνονταν στη μαγεία της μουσικής μετατρέποντας τα κομμάτια σε…οχήματα για μία μυσταγωγία όπου καλλιτέχνης και κοινό γίνονταν ένα. Αυτό ακριβώς νιώσαμε στο Floyd. Στο δίωρο set ο Hughes και η φανταστική μπάντα του γιόρτασαν τα 50α γενέθλια του μνημειώδους “Burn” με 8 τραγούδια (!) από τη MKIII και MKIV σύνθεση των Purple και φαντάζομαι δεν χρειάζεται να σας πω τι έγινε όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το “Stormbringer”, έτσι; Η συνέχεια με τα “Might Just Take Your Life” και “Sail Away” ήταν εντυπωσιακή και εγώ προσωπικά δεν περίμενα ότι θα άκουγα ποτέ αυτούς τους ύμνους. Κι όμως…ποτέ μη λες ποτέ.

Η εκτέλεση του “You Fool No One” θυμίζει τις περίφημες ζωντανές ηχογραφήσεις “Live in London” και “Made in Europe” αφού αγγίζει τα 25 λεπτά σε διάρκεια με το “High Ball Shooter” και ένα ευρηματικό drum solo να μπαίνουν κάπου ενδιάμεσα. Οι ιστορίες του Hughes ανάμεσα στα τραγούδια δίνουν τις απαραίτητες ανάσες και το τέλος του κανονικού set με τα “Getting’ Tighter” και “You Keep On Moving” μας θυμίζουν τον αδικοχαμένο Tommy Bolin και τη βραχύβια MKIV σύνθεση των Purple. Το encore με το “Burn” βάζει φωτιά στο club και δεν μπορούσα να φανταστώ ιδανικότερο κλείσιμο μίας συγκλονιστικής εμφάνισης. Αδυνατώ να φανταστώ πως θα ήταν η όλη εμπειρία αν δεχόταν πριν από αρκετά χρόνια ο Blackmore να παίξει με τους Lord/Coverdale/Hughes οι οποίοι ήδη είχαν συμφωνήσει σε όλα! Oh well, που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι…

Παιδιά, δεν θα πω κάτι καινούργιο. Επειδή δεν ξέρουμε αν θα είναι η τελευταία ή όχι φορά που θα δούμε στη χώρα μας αυτούς τους τεράστιους καλλιτέχνες, είναι υποχρέωση μας…ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη: υποχρέωση, να τους τιμούμε με την παρουσία μας. Πιστέψτε με, θα το θυμάστε για μία ζωή μετά. Όπως είπε και ο Glenn: η μουσική δεν θα αλλάξει τον κόσμο αλλά σίγουρα μπορεί να θεραπεύσει τον κόσμο! Τα χαμογελαστά πρόσωπα γύρω μου μετά τη συναυλία ήταν η πιστοποίηση αυτής της φράσης. Ευχαριστούμε, Glenn…ευχαριστούμε, The Voice of Rock!
Σάκης Νίκας
Φωτο: Γιάννης Δόλας