Black Sabbath 1990

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο Rolling Stone, ο Neil Murray μίλησε για το πέρασμά του από τους Black Sabbath.

Όταν ρωτήθηκε πως έγινε μέλος της μπάντας, είπε: «χάρη στον Cozy Powell. Μετά τους Whitesnake έπαιξα λίγο με τον Cozy και το Mel Galley σε ένα γιαπωνέζικο συγκρότημα, τους Vow Wow. Ο Cozy είχε παίξει ήδη στο άλμπουμ των Sabbath “Headless Cross”. Έλπιζαν ότι ο Geezer Butler θα επέστρεφε στο συγκρότημα, μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Έτσι, δοκίμασαν κάποιους μουσικούς και ο Cozy συνέστησε εμένα. Πήγα και έπαιξα μαζί τους και φάνηκε ότι όλα πήγαιναν καλά. Για πολλούς λόγους ταίριαζα στη μπάντα. Αλλά, είναι δύσκολο να αντικαταστήσεις κάποιον σαν τον Geezer Butler, που στα μάτια όλων είναι ο μπασίστας των Black Sabbath».

«Αλλά κι από την άλλη έπρεπε να παίξω πολύ πολύπλοκα και ένα είδος fusion στο μπάσο, σαν αυτά που είχε παίξει ο Laurence Cottle στο “Headless Cross”, πριν μπω εγώ στο συγκρότημα. Έπρεπε να πηδήξεις από κάτι πολύπλοκο σε κάτι με πολύ παραμόρφωση, heavy και με μεγάλη ένταση. Υπήρχαν πολλά τραγούδια που τα ξεχείλωνες, αλλά στα περισσότερα προσπαθούσα να παίζω όσο πιο κοντά στον Geezer μπορούσα. Έτσι, δεν μπορώ να πω ότι το απολάμβανα. Ένα μέρος του εαυτού μου απολαμβάνει να παίζει κάτι πολύ heavy πάνω στη σκηνή, που δεν θα έβαζα να ακούσω απαραίτητα, ή να παίξω στο σπίτι μου. Αλλά, τότε ήταν η δεκαετία του ’80. Κι αν με ρωτούσαν να παίξω κάτι τέτοιο σήμερα θα το απέρριπτα. Δεν μου αρέσει πια αυτό το παίξιμο».

Σχετικά με την ηχογράφηση του “Tyr” είπε μεταξύ άλλων: «ήταν μια προσπάθεια να ξεφύγει λίγο η θεματολογία από τους δαίμονες, τη μαύρη μαγεία και να πάει προς τη μυθολογία των Βίκινγκς. Και ο τίτλος ακόμα του άλμπουμ μπέρδεψε πολύ κόσμο γιατί δεν ήξεραν πώς να το προφέρουν. Εκείνη την εποχή ήταν το συγκρότημα του Tony και του Cozy. Δεν αισθανόμουν ότι ήμουν ίσος, αν και επί σκηνής ήταν λίγο διαφορετικά. Στο στούντιο μου έλεγαν «έλα να παίξεις το μπάσο Neil» κι εγώ τους έλεγα ότι δεν είχα φωνητικά για να παίξω πάνω τους και η απάντηση ήταν «δεν πειράζει παίξε αυτό που πρέπει στο μπάσο». Δεν μου αρέσει να δουλεύω έτσι. Παίζω με ό,τι συμβαίνει στο άλμπουμ. Δεν με ευχαρίστησε όσο θα περίμενα, αλλά ήταν μια απολαυστική μπάντα να είσαι μέλος. Νομίζω όμως πως η εμπορική αποτυχία ειδικά στην Αμερική είχε επηρεάσει τον Tony. Δεν μπορούσαμε ούτε καν να πάμε εκεί για την προώθηση του “Tyr”, έτσι αποφάσισε να ζητήσει από τον Ronnie και τον Geezer να επιστρέψουν».

Όσο για την κριτική και την απαξίωση των άλμπουμ των Black Sabbath με τον Tony Martin στα φωνητικά λέει: «Οι οπαδοί δεν ακούνε τους δίσκους που δεν τραγουδάει ο Ozzy, οπότε δεν ξέρουν. Αλλά είναι πολύ εύκολο, ακόμα κι αν είσαι πια 60 χρονών να λες «αυτό είναι καταπληκτικό, αυτό είναι σκατά. Άσπρο και μαύρο. Ο Tony Martin όσο δυνατή φωνή κι αν είχε έφερνε ένα πιο AOR στοιχείο. Έτσι, ό,τι κι αν γινόταν, ακόμα και το πιο heavy Sabbath τραγούδι δεν θα ακουγόταν σαν Sabbath. Θα ακουγόταν πολύ καλό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν είναι αυτό που θέλει ο κόσμος. Θέλουν την προσωπικότητα κάποιου, που ίσως δεν είναι τόσο καλός τεχνικά.

Ο Tony πιστεύω πως έκανε εξαιρετική δουλειά όσον αφορά το πόσο εργάστηκε πάνω στα τραγούδια, τους στίχους, τις ιδέες, τη συνεργασία με τον Tony Iommi, αλλά στο τέλος ένας τραγουδιστής περιορίζεται από την ποιότητα της φωνής του.

Δεν είμαι ικανοποιημένος από το πώς ακούγεται το μπάσο στη δουλειά μου με τους Sabbath, είτε ήταν live, είτε στο στούντιο, απλά επειδή δεν είχα γίνει Geezer Butler, ή γιατί δεν με είχαν βάλει στη μίξη… για παράδειγμα αν ακούσεις το “Tyr” και μετά το “Vol.4” και συγκρίνεις τον όγκο του μπάσου θα διαπιστώσεις πως στο “Vol.4” σε χτυπάει ανάμεσα στα μάτια. Η μίξη του “Tyr” είναι πιο ανάλαφρη ‘80s, όπου τα τύμπανα είναι πιο σημαντικά. Σε όλη τη δεκαετία του ’80 για να είμαι ειλικρινής ήταν εντελώς απογοητευτικό το πώς έπρεπε να ακούγονται τα άλμπουμ και το πώς γράφονταν τα τραγούδια, χωρίς να υπάρχει ελευθερία και χωρίς να δίνεται σημασία στο μπάσο. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η ένταση στις κιθάρες και στα τύμπανα. H μπότα και το ταμπούρο σου έρχονταν στο πρόσωπο, ή ακούγονταν σαν να είχαν ηχογραφηθεί σε ένα χώρο με απίστευτη ηχώ. Κάτι έπρεπε να μείνει πίσω και αυτό ήταν το μπάσο, το οποίο έμπαινε πίσω από όλα και αυτή ήταν η απογοήτευσή μου τότε».