Μόλις δύο χρόνια μετά τον ομώνυμο δίσκο τους – σύντομο χρονικό διάστημα για μπάντα του διαμετρήματός τους – οι Αμερικανοί κυκλοφορούν το ένατο στούντιο άλμπουμ τους. Το timing δικαιολογείται αφενός γιατί η πανδημία χαντάκωσε το «Lamb of God» (αδυναμία προώθησης, ακυρώσεις περιοδειών κ.λπ.) και αφετέρου γιατί η μπάντα, μετά την αποχώρηση ενός ιδρυτικού και σημαντικότατου μέλους, του Chris Adler, θέλει να επιβεβαιώσει ότι το brand παραμένει ισχυρό και αναλλοίωτο.

Στο «Omens» θα ακούσετε ακριβώς αυτό που περιμένετε από έναν δίσκο των LoG: αντρικά riffs, σφιχτό παίξιμο και φυσικά τον Randy Blythe σε διαρκή παροξυσμό, συνταγή που πετυχαίνει με ευκολία σε κομμάτια όπως τα «Vanishing» και «Ditch». Σε αυτή την ευκολία του «δοκιμασμένου» όμως εμφιλοχωρεί και το μειονέκτημα του «Omens»: Αν εξαιρέσεις το «September Song», το συγκρότημα δίνει την αίσθηση ότι παίζει στον αυτόματο πιλότο, ίσως πιο έντονα και απ’ ότι στο προηγούμενο άλμπουμ. Με ενδιαφέρον παρακολούθησα μια συνέντευξη του Mark Morton, στην οποία ο κιθαρίστας αξιολογούσε τις προηγούμενες δουλειές των Lamb of God, ξεκινώντας από τη χειρότερη και καταλήγοντας στην καλύτερη. Ξεκίνησε «θάβοντας» δύο δίσκους, το «Sturm und Drang» και το «Resolution», τους οποίους, ακριβώς λόγω της ποικιλομορφίας τους, εγώ θα έβαζα πολύ ψηλότερα. Οι απόψεις διίστανται λοιπόν, και στο συγκεκριμένο στάδιο της σταδιοδρομίας τους, οι LoG έχουν επιλέξει να πάνε «στα σίγουρα».