Η επιστροφή των Machine Head από την ανυποληψία των αρχών του 21ου αιώνα στην αναγέννηση μέσα από τις τέφρες του «Through the Ashes of Empires», στην απάτητη prog thrash κορυφή του «Blackening», που ανάγκασε ολόκληρο James Hetfield να ανέβει μαζί τους επί σκηνής, και τέλος στην άνευ όρων και ορίων εξερεύνηση των «Unto the Locust» (κυρίως) και «Bloodstone & Diamonds», με sold out «an evening with» τρίωρες συναυλίες και διαρκείς νίκες, θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για τηλεοπτική σειρά. Είναι τόσο καλό στόρι, που η διάλυση αυτού του line-up, με την αποχώρηση του Dave McClain και του Phil Demmel, λίγο μετά το άνισο, μπερδεμένο και πολύ λιγότερο δημοκρατικό «Catharsis» του 2018, επειδή ο Robb Flynn κρατούσε υπερβολικά σφιχτά τα γκέμια της μπάντας, καθ’ ομολογία του, συγκρίνεται ως προς τη ναρκισσιστική ιλαροτραγική αυτοκαταστροφικότητά της μόνο ίσως με το άδοξο τέλος των Pantera ή τον διαμελισμό του «Rust in Peace» line-up των Megadeth στα 90s.

Λόγω της παραπάνω πρότασης (και όχι μόνο) δεν ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος πριν την ακρόαση του «Of Kingdom and Crown». Κατάφερε ο Flynn – ηγέτης, πεισματάρης, παικταράς, εξαιρετικός συνθέτης και frontman – να βρει πάλι τον δρόμο του;

Τα καλά νέα: α) Ωραία παραγωγή. Ειδικά στις συχνά όμορφες φωνητικές αρμονίες του Flynn με τον μπασίστα Jared MacEachern έχει γίνει εξαιρετική δουλειά. β) Συνοχή. Τα περί concept album τα προσπερνώ, αν έλειπαν τα τρία ιντερλούδια δεν θα το καταλάβαινε ποτέ κανείς, αλλά είναι μεγάλη η διαφορά σε σχέση με το «μια απ’ όλα» του «Catharsis». γ) Σοβαρότητα. Απουσιάζουν: Cringe στίχοι, λευκές διχτυωτές στολές, rap φωνητικά, woke κρίσεις μέσης ηλικίας και άλλα παρατράγουδα.

Μέχρις εκεί όμως. Οι διθυραμβικές κριτικές που διάβασα, σε πολλά μέσα της Ελλάδας και του εξωτερικού, με ορισμένες ιερόσυλες συγκρίσεις, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δυνατό το δεκάλεπτο εναρκτήριο «Slaughter the Martyr», στο οποίο ο Flynn έχει βάλει τις καλύτερες ιδέες του, αλλά ανήκει στην ίδια κατηγορία με το «Clenching the Fists of Dissent» ή το «I Am Hell»; Όχι βέβαια. Το «Of Kingdom and Crown» έχει καλές στιγμές, όχι αναντίρρητες κομματάρες. Αποπνέει ξεκάθαρα τη συνθετική μοναξιά του δημιουργού του και ακούγεται σαν προσπάθεια ανοίγματος ενός νέου κεφαλαίου, με τη σύνθεση του συγκροτήματος ακόμη ρευστή, όχι σαν μεγαλεπήβολο comeback. Από τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες, οφείλουν να υπάρχουν και οι αντίστοιχες υψηλές απαιτήσεις.

Τέλος, έχουμε μια περίπτωση κάκιστου marketing. Αν βγάλεις τα 3 ιντερλούδια, ο δίσκος έχει 10 κομμάτια. Η προώθηση, με ένα EP και τρία singles, είχε ήδη αποκαλύψει τα 6! Δηλαδή αγοράζεις το (concept κιόλας) album και μόλις 4 τραγούδια σου είναι άγνωστα…