Δισκοκριτική στους Manowar. Αισθάνομαι περίεργα και μόνο στη σκέψη καθώς οι Manowar δεν αποτελούν απλά το αγαπημένο μου συγκρότημα. Αντιπροσωπεύουν πολλά περισσότερα και εδώ και 29 χρόνια που τους ακολουθώ πιστά, δεν έχω μπει ποτέ στη διαδικασία αντιμετώπισης κάποιας κυκλοφορίας τους με τη λογική της δισκοκριτικής για λογαριασμό κάποιου μέσου. Υποθέτω βέβαια πως για όλα υπάρχει η πρώτη φορά και έτσι αποφάσισα να τιμήσω την ανάθεση που μου έγινε από την αρχισυνταξία του Rockpages.gr (πανάθεμά σε Σάκη Νίκα!).
Η σπαζοκεφαλιά ήταν το να βρω το δρόμο προσέγγισης του ηχογραφήματος. Αποστειρωμένη καταγραφή? Συναισθηματικός χείμαρρος? Προσπάθεια αποστασιοποίησης? Οπαδική γραφή? Αμφιταλαντεύτηκα αρκετά είναι η αλήθεια. Το αποτέλεσμα ας κριθεί στις γραμμές που ακολουθούν.
Οι Manowar είναι μία μπάντα κάθε άλλο παρά δισκογραφικά φλύαρη. Η τελευταία φορά που μας έδωσαν πρωτότυπο στούντιο υλικό ήταν πριν από 7 ολόκληρα χρόνια μέσω του Lord of Steel άλμπουμ. Συνεπώς η είδηση κυκλοφορίας αυτού του ΕΡ έσκασε σαν βόμβα, χωρίς καμία προηγούμενη ένδειξη και ουσιαστικά εν μέσω της Final Battle περιοδείας. Τα πρώτα δείγματα δεν άργησαν να εμφανιστούν στο YouTube αλλά παρά τους πειρασμούς κατάφερα να επιδείξω αξιοθαύμαστη πειθαρχία και εγκράτεια μέχρι το The Final Battle Part I (το πρώτο από μία σειρά τριών ΕΡ) να φτάσει στα χέρια μου σε φυσική μορφή και να παίξει στο στερεοφωνικό καθαρά και δυνατά, όπως του αρμόζει.
Το εναρκτήριο March of the Heroes Into Valhalla είναι η (αναμενόμενη) επική εισαγωγή της τριλογίας. Πιστό στη Gods of War αισθητική, αποτελεί ήδη τον ηχητικό προπομπό των ζωντανών εμφανίσεων του γκρουπ, εκθρονίζοντας το Ben Hur Overture. Στο Blood and Steel συναντάμε όλα εκείνα τα στοιχεία που εισήγαγαν οι Manowar στη μετά Triumph of Steel εποχή και θα μπορούσε να βρίσκεται με άνεση σε οποιοδήποτε άλμπουμ από το Louder than Hell και έπειτα. Ρυθμικό, ξεσηκωτικό και αρκούντως κολλητικό, με έναν Adams που στην έβδομη δεκαετία της ζωής του συνεχίζει να μην έχει αντίπαλο. Στη μπαλάντα Sword of the Highlands βέβαια ο Adams λάμπει ακόμα περισσότερο. Η ζωογόνος ερμηνεία του δίνει για άλλη μία φορά πνοή σε κάθε λέξη ξεχωριστά, δημιουργώντας ανατριχιαστικές εικόνες. Η σύνθεση είναι στη λογική των Swords In the Wind και Odin, χωρίς όμως να φτάνει στα δυσθεώρητα αυτά επίπεδα με μια πρώτη ανάγνωση. Ο χρόνος βέβαια θα δείξει. Και φτάνουμε αισίως στο You Shall Die Before I Die, τη σύνθεση που χλευάστηκε όσο καμία άλλη στην αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο κύριος λόγος? Η ασυνήθιστη επιλογή του Joey Demaio να αναλάβει χρέη τραγουδιστή-αφηγητή. Ακούω και ξανακούω το κομμάτι προσπαθώντας να εντοπίσω το σκεπτικό πίσω από την ισοπεδωτική κριτική. Το μόνο που κατάφερα εν τέλει ήταν να πιστοποιήσω πως σαν σύνθεση και αισθητική είναι ότι πιο κοντινό σε «παλιούς» Manowar με τα χαρακτηριστικά bass runs του Demaio και ατμόσφαιρα κοντά στη λογική του Hatred! Και όλα αυτά είναι στοιχεία την έλλειψη των οποίων στηλιτεύουν εδώ και χρόνια όσοι απέτυχαν να ακολουθήσουν την πορεία του γκρουπ μέχρι και τις μέρες μας. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου τελικά…
Υπάρχει μία λέξη που μπορεί να χαρακτηρίσει το ΕΡ λοιπόν και αυτή είναι το ορεκτικό. Διότι σε 20 μόλις λεπτά έχει τελειώσει και οποιοσδήποτε διψά για νέο υλικό Manowar όπως ο γράφων, μένει με το αίσθημα του ανικανοποίητου. Αναμονή για το δεύτερο και τρίτο μέρος λοιπόν με την ελπίδα πως δεν θα καθυστερήσουν τόσο…
Το The Final Battle Part I κυκλοφόρησε λοιπόν. Η Γη βέβαια θα συνεχίσει να γυρίζει με τον ίδιο τρόπο, οι haters του γκρουπ θα συνεχίσουν να χλευάζουν, οι συμπαθούντες θα παραμείνουν αμφιταλαντευόμενοι και οι φανατικοί οπαδοί θα αποκτήσουν ένα ακόμα λόγο για να χαρούν. Αυτή άλλωστε ήταν ανέκαθεν η ιστορία με τους Manowar, από την πρώτη κιόλας μέρα που κυκλοφόρησαν εκείνο το demo με τα δύο παρθενικά τους τραγούδια πίσω στο μακρινό 1981…