Είναι σπουδαίο στις μέρες μας , όπου κατακλυζόμαστε από την αρπακόλλα, τις κινήσεις εντυπωσιασμού, το τίποτα που παίρνει αξία και τους φελλούς που νομοτελειακά επιπλέουν, να ξέρουμε ότι υπάρχει ακόμα ποιότητα και κάποιες σταθερές. “Εγγύηση” θα μπορούσε να το πει κανείς, το να ξέρεις ότι θα ακούσεις κάτι καλό από ένα συγκρότημα και πως δεν θα απογοητευτείς από τη δουλειά του. Ιδιαίτερη δε αξία έχει το παραπάνω όταν το συγκρότημα ή καλλιτέχνης είναι ένα νέο όνομα.
Πατώντας λοιπόν play για να ακούσω το νέο και κατά σειρά πέμπτο άλμπουμ των Βορειοιρλανδών Maverick, ήξερα τι να περιμένω και το περίμενα πως και πως! Ατόφιο, γνήσιο, φρέσκο hard rock στο ύφος του συγκροτήματος. Για όσους δεν γνωρίζουν να το περιγράψουμε σαν μια μίξη αμερικανικού hard rock σαν τους παλιούς καλούς Skid Row, Guns’n’Roses, Shark Island, υπό το βλέμμα και το νεανικό ενθουσιασμό οπαδών που δεν τα πρόλαβαν όλα αυτά στις δόξες τους, αλλά τα γουστάρουν, τα έχουν βιώσει με το δικό τους τρόπο και φιλτράρει με το δικό τους αισθητήριο.
Επίσης, αξίζει να αναφέρω ότι δεν μιλάμε για άλλη μια επιζαχαρωμένη πλαστική άψυχη εξομοίωση του ήχου του τότε, αλλά μια οργανική, εξίσου τσαμπουκαλεμένη, μοντέρνα εξέλιξη του ήχου με παραγωγή του 2024. Μεγάλο όπλο ο Dave Balfour με μια φωνάρα λιονταρίσια, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν στην μπάντα τους, ενώ χαρακτηριστικά για άλλη μια φορά τα gang vocals που αποτελούν βασικό στοιχείο για την ταυτότητα της μπάντας. Εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες από τον έτερο αδερφό Balfour, τον Ryan και τον Ric Cardwell.
Τα highlights διαδέχονται το ένα το άλλο… “Hideaway”, “Evenfall”, “Sweet Surrender”, “Daywalker” σε ένα άλμπουμ που ήδη μπαίνει στα καλύτερα της χρονιάς.