Θα ήταν παράλογο, ένας καλλιτέχνης με το εύρος επιρροών και ακουσμάτων του Mikael Åkerfeldt να μην αλλάξει ποτέ ρότα στο μουσικό του ταξίδι, μένοντας προσκολλημένος, μεταξύ άλλων, σε ένα συγκεκριμένο, απαιτητικό και περιοριστικό είδος φωνητικών. Ούτε φυσικά μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει για το ότι δεν εξερεύνησε ή δεν εξέλιξε επαρκώς τον ακαταμάχητο progressive – death metal συνδυασμό που έκανε διάσημους τους Opeth. Το κριτήριο αξιολόγησης των κυκλοφοριών του ήταν, είναι και θα (έπρεπε να) είναι η ποιότητα του songwriting.

Το «Sorceress» ξεκινά με το πολύ όμορφο εισαγωγικό «Persephone», το οποίο διαδέχεται το – αν μη τι άλλο χαρακτηριστικό – μονολιθικό riff του title track. Στο επόμενο 50λεπτο, οι Opeth θα περιπλανηθούν προς πάσα κατεύθυνση, αλλά θα μας αφήσουν με τη εντύπωση πως δεν βρήκαν τελικά τον «προορισμό» τους. Από τη μια δεν μπορείς να πεις ότι ένα τόσο πολυσυλλεκτικό και «πυκνό» μουσικά album δεν είναι καλό, από την άλλη θεωρώ πως υπάρχουν κομμάτια που δεν έχουν να προσφέρουν πολλά και δεν δικαιολογούν την διάρκειά τους. Αναφέρομαι μάλιστα περισσότερο στις heavy απόπειρες, μιας και τελικά, μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου είναι τα πιο απλά, βλέπε «Will O the Wisp», το οποίο θα χωρούσε στο «Damnation». Ένα «Damnation», παρεμπιπτόντως, το οποίο αποτελούσε μια ολοκληρωμένη μουσική πρόταση. Αντίθετα, το «Sorceress» είναι ο δεύτερος σερί «ναι μεν, αλλά…» δίσκος των Opeth.