Rainbow Taffs and Toffs

Ανέκαθεν στο rock και το metal η απόδοση ενός συγκροτήματος ή καλλιτέχνη σε μια συναυλία ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια για να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού. Σε άπειρες περιπτώσεις, από τις οποίες πολλές είναι γνωστές, άλλες όχι και τόσο, όταν μια ηχογράφηση συναυλίας κυκλοφορεί επίσημα σε άλμπουμ οι επεμβάσεις στο στούντιο είναι κάτι συνηθισμένο. Προκειμένου να  διορθωθούν οι όποιες ατέλειες, λάθη, φάλτσα ή οτιδήποτε άλλο «μπαίνει χέρι» στη μίξη, ακόμα και στην εκτέλεση με μουσικούς να μπαίνουν στο στούντιο και να παίζουν εκ νέου τα τραγούδια. Με τον τρόπο αυτό το αποτέλεσμα που φτάνει στα αυτιά του ακροατή είναι συχνά αλλοιωμένο, άλλοτε σε μεγάλο βαθμό και άλλοτε σε μικρό.

Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει στις «παράνομες» ηχογραφήσεις, που προέρχονται από μερακλήδες οπαδούς που κουβαλάνε στη συναυλία, κασετοφωνάκι, μικρόφωνο, κάμερα, ή ακόμα καλύτερα από ηχολήπτες που παίρνουν τον ήχο από την κονσόλα για επαγγελματική ή ιδία χρήση. Η ουσία είναι ότι αυτές οι ηχογραφήσεις, τις οποίες οι παλιότεροι αντάλλασσαν σε κασέτες χέρι με χέρι, ή ακόμα και αλληλογραφώντας με «ομοιοπαθείς» όλο τον κόσμο, ή πλήρωναν αμύθητα ποσά για να αποκτήσουν στα δισκάδικα και τώρα πλέον βρίσκονται πανεύκολα στο ίντερνετ, είναι η πιο πιστή, η πιο αυθεντική πηγή από την οποία μπορεί κανείς να ακούσει τη μουσική και την εμφάνιση μιας μπάντας ακριβώς όπως έγινε, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση. Προφανώς, το θέμα που προκύπτει είναι η ποιότητα, η οποία μπορεί να διαφέρει πολύ από πηγή σε πηγή. Πόσα χρήματα άραγε χαραμίστηκαν σε bootlegs με χάλια ήχο στην αναζήτηση για το «ιερό δισκοπότηρο»; Σίγουρα πολλά. Στον κύκλο όμως τον bootleg-άδων υπήρχαν και οι τίτλοι ανά συγκρότημα που ξεχώριζαν, καθαρές ηχογραφήσεις, η μπάντα σε καλή φόρμα και μια απαραίτητη αγορά.

Στην περίπτωση των Rainbow, αλλά και των Deep Purple, έχουμε δυο από τα πιο… bootleg-ο-ηχογραφημένα συγκροτήματα στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Ο λόγος προφανής, ήταν από τις καλύτερες μπάντες live όλων των εποχών.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συναυλία από το 1983 στην Ουαλία, η οποία μάλιστα μεταδόθηκε στο ραδιόφωνο και μάλλον από εκεί έπεσε στα χέρια των «πειρατών». Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που βγαίνει στην επιφάνεια, καθώς στον κύκλο των παρανόμων έχει κυκλοφορήσει με διαφορετικά εξώφυλλα, όμως είναι η πρώτη φορά που υπάρχει κάτι επίσημο – όσο επίσημο μπορεί να είναι χωρίς την έγκριση του συγκροτήματος. Μιλάμε για την περίοδο του Joe Lynn Turner στο συγκρότημα, το οποίο έχει μόλις κυκλοφορήσει το τρίτο και τελευταίο του άλμπουμ με τον Αμερικανό τραγουδιστή, το “Bent Out Of Shape” και πρόκειται να διαλυθεί καθώς σχεδόν ένα χρόνο αργότερα έμελλε να επανασυνδεθούν οι Deep Purple.

Ειλικρινά, με μερικές διορθώσεις στον ήχο, αυτή θα μπορούσε να είναι μια κανονική επίσημη κυκλοφορία της μπάντας. Χορταστικό, στριμώχνει 83 λεπτά και 25 κομμάτια σε ένα δισκάκι, περιέχοντας τραγούδια που δεν έχουμε ακούσει στα επίσημα live άλμπουμ των Rainbow, όπως για παράδειγμα τα “Stranded”, “Fool For The Night”, “Drinking With The Devil”, “Death Alley Driver”.

Ο ήχος στην αρχή είναι κάπως μέτριος, αλλά σιγά σιγά, μόλις καταλαγιάσουν οι ιαχές του Ουαλικού κοινού, η κατάσταση βελτιώνεται αισθητά, η μπορεί και να συνηθίζει το αυτί – δεν ξέρω. Υπάρχουν αρκετοί μικροφωνισμοί, δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση των ηχοληπτών που θα αγριοκοίταζε ο Ritchie, αλλά και αυτοί εμφανίζονται μόνο στα πρώτα 5-6 τραγούδια.

Περιττό, αλλά οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Blackmore βγάζει σπίθες, κάνει όργια, κυριολεκτικά πετάει με εξαιρετικά γεμάτο παίξιμο που ακούγεται και κάπως «βρώμικο» αφού δεν έχει υποστεί καμία απολύτως επεξεργασία. Ο μαέστρος είναι σε μεγάλα κέφια προσφέροντας μια ονειρική performance με την εξάχορδη να παραδίδεται στις ορέξεις του. Αλλάζει τα σόλο του στα τραγούδια, ξεφεύγοντας από τις αυθεντικές ηχογραφήσεις, περνάει «σφηνάκια» από τους Deep Purple, “Lazy”, “Woman From Tokyo”, “Smoke On The Water”, αλλά και Hendrix με το “Hey Joe”.

Εξαιρετικοί και οι Chuck Burgi και David Rosenthal σε τύμπανα και πλήκτρα αντίστοιχα, όμως και ο Joe είναι στο στοιχείο του, αν και «εκτέλεσε» το “Stargazer”. Το σετ και ο τρόπος που τραγουδάει αποτελούν απτές αποδείξεις γιατί ο μάστερ επένδυσε πάνω του για την τελευταία του ζαριά κυνηγώντας την εμπορική καταξίωση. Προς τα εκεί άλλωστε προσανατολιζόταν και η έμπνευσή του να προσθέσει τα γυναικεία δεύτερα φωνητικά (Lin Robinson, Dee Baele), δίνοντας μια άλλη διάσταση στον ήχο των Rainbow εκείνης της περιόδου.

Το αρνητικό αυτής της κυκλοφορίας είναι η απουσία ενός ένθετου με κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση του γκρουπ, ίσως κάποιες φωτογραφίες. Ένα γενικού περιεχομένου κείμενο για τους Rainbow κοσμεί το λιτό δισέλιδο κι αυτό είναι όλο.

Αξίζει λοιπόν να επενδύσει κάποιος στο “Taffs And Toffs” λοιπόν; Θα έλεγα πως ένας οπαδός της μπάντας και του Blackmore θα έπρεπε να το έχει ήδη κάνει, παραβλέποντας τον ήχο, που σίγουρα σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζει τα στάνταρντς μιάς επίσημης κυκλοφορίας. Κατορθώνει όμως να αποτυπώσει στο έπακρο την ένταση, το πάθος, την ενέργεια και το απαράμιλλο ταλέντο αυτής της σύνθεσης των Rainbow. Α, ναι και επειδή ο Blackmore παίζει τις κάλτσες του!