Ross The Boss - Born Of Fire

Η δισκογραφική επιστροφή του Ross the Boss στα heavy metal χωράφια έγινε το 2008 με το φιλόδοξο New Metal Leader. Ένα άλμπουμ που λύγισε κάτω από το βάρος των αναπόφευκτων συγκρίσεων με το παρελθόν του θρυλικού Νεοϋορκέζου μουσικού. Κατάφορη αδικία βεβαία, αφού τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις απάτητες κορυφές που κατέκτησαν οι Manowar πίσω σε εκείνα τα χρυσά χρόνια των 80ς. Η άποψή μου πάντα ήταν πως όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο μάλλον έχει άγνοια των μεγεθών τα οποία κρίνει. Το Hailstorm του 2010 έτυχε παρόμοιας υποδοχής και ο Ross πάγωσε για λίγο το προσωπικό του σχήμα. Η εμπλοκή του με το project των Death Dealer μάλλον του έκανε καλό αφού συμμετείχε στους δύο πολύ καλούς power metal δίσκους του σχήματος οι οποίοι κυρίως λόγω ύφους κατάφεραν να απομακρύνουν τις κρίσεις από τους όποιους Manowar συνειρμούς. Η επανεκκίνηση του προσωπικού του σχήματος έγινε με ριζικά ανανεωμένο line-up και το By Blood Sworn ήρθε το 2018, δείχνοντας μας ένα πιο επιθετικό power metal πρόσωπο. Στα ίδια λημέρια λοιπόν κινείται και το Born of Fire. Με ύφος που χρωστάει πολύ περισσότερα στους Judas Priest απ’ ότι στους Manowar και μια σαφώς πιο μοντέρνα προσέγγιση. Ο τραγουδιστής Marc Lopes, ένας βετεράνος της metal σκηνής της Μασαχουσέτης, βρίσκεται σίγουρα στο επίκεντρο. Ο Lopes κατέθεσε τα διαπιστευτήριά του επί σκηνής όταν έγινε μέλος του γκρουπ το 2016, ερμηνεύοντας πειστικά μερικούς από τους σπουδαιότερους Manowar ύμνους. Στο άλμπουμ βέβαια, προς τιμήν του, αποφεύγει να προσεγγίσει τα κομμάτια με αυτό το στυλ και δίνει τις προσωπικές του ερμηνείες οι οποίες είναι κυρίως μπολιασμένες από τραγουδιστές όπως Halford και Oliva. Σε σημεία βέβαια υπερβαίνει τα εσκαμμένα και γίνεται κομμάτι επιθετικότερος απ’ ότι υπαγορεύουν οι ίδιες οι συνθέσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις θεωρώ πως έπρεπε να θυσιάσει την αγριάδα για χάρη της μελωδικότητας. Είναι πολύ δυναμικός και πολυδιάστατος τραγουδιστής με αδιαμφησβήτητες ικανότητες και σίγουρα έπρεπε να ισορροπήσει τις ερμηνείες του περισσότερο.

Τώρα σε ότι αφορά το κομμάτι των συνθέσεων, είναι ξεκάθαρο πως ο Ross the Boss δεν προσπάθησε να κάνει έναν επικό δίσκο, πόσο μάλλον ένα δίσκο που να βασίζεται πάνω σε Manowar μανιέρες. Έγραψε υλικό πολύ πιο κοντά στη φιλοσοφία των Death Dealer χωρίς όμως να καταφέρνει να ξεπεράσει τα δύο άλμπουμ του παράλληλου αυτού σχήματος. Η πλειοψηφία των κομματιών είναι «παρ’τα στη μούρη» και παρόμοια σε ύφος. Η ύπαρξη μερικών πιο ατμοσφαιρικών ή mid-tempo τραγουδιών θα έδινε μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία στο άλμπουμ και πολύ πιθανό να έδινε και τη δυνατότητα στον Lopes να δείξει μεγαλύτερο μέρος του ταλέντου του. Και αυτό το αποδεικνύει το διαφορετικό Maiden of Shadows το οποίο μάλλον ανακηρύσσεται ως το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ.

Εύφημος μνεία στο δίδυμο Bolognese – LePond που κατέθεσε εξαιρετική και αρκούντως δυναμική δουλειά στο rhythm section.