Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι περίμεναν ότι οι Satyricon θα κατάφερναν να βγάλουν ένα album της προκοπής. Από το “Volcano” και μετά, όταν άλλαξαν ριζικά το στυλ τους, είχανε μία σειρά από μετριότητες. Κάποια πολύ καλά κομμάτια υπήρξαν φυσικά, αλλά γενικά οι κυκλοφορίες τους είχαν πολλά fillers και το στυλ τους όχι μόνο δεν θύμιζε black metal αλλά ούτε metal γενικότερα. Ειδικά στο ομώνυμο που κυκλοφόρησε το 2013 έπιασαν τόσο πάτο που νόμιζες πως δεν πάει άλλο.

Με αυτή τη σκέψη έβαλα να ακούσω τη νέα τους δουλειά και για κάποιο λόγο από το πρώτο άκουσμα αποφάσισα πως είναι πατάτα. Ίσως επειδή δεν περίμενα να ακούσω κάτι τόσο καλό. Δε μου πήρε πολλές ακροάσεις ακόμα για να διαπιστώσω ότι επιτέλους οι Νορβηγοί έβγαλαν δισκάρα. Η ένατη κυκλοφορία τους είναι ό,τι δεν ήταν οι προηγούμενες. Είναι πιο σκοτεινή, τα τραγούδια είναι πιο προσεγμένα στη δομή τους και δεν έχουν τυρένιες μελωδίες με σκοπό να γίνουν hit-άκια. Φαίνεται δηλαδή ότι δουλεύτηκαν αρκετά και δεν είναι προχειροφτιαγμένα. Φυσικά δε μιλάμε για ένα “Nemesis Divina II”, αυτές οι εποχές καλώς η κακώς έχουν μείνει στο παρελθόν.

Φαίνεται και η προσπάθειά τους να μη βγάλουν ένα album που να ακούγεται το ίδιο από την αρχή μέχρι το τέλος, αφού δοκιμάζουν διάφορα πράγματα όπως backing vocals, έγχορδα αλλά και πνευστά. Κορυφές της κυκλοφορίας το ομώνυμο, το “To Your Brethren In The Dark” αλλά και το εκπληκτικό “Black Winds And Withering Gloom” το οποίο είναι ένα καθαρά black metal κομμάτι, όπως ακριβώς αρμόζει η παράδοση του παγωμένου βορρά.

Ουσιαστικά οι Satyricon κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό album, σίγουρα το πιο διαφορετικό από όσα έχουν κάνει μέχρι τώρα, φωνάζοντας πως σαν μουσικοί δεν έχουν πάρει την κάτω βόλτα. Ξαναλέω ότι δεν το περίμενα, αλλά ευτυχώς που έγινε κι αυτό. Εξαιρετική και η επιλογή τους για εξώφυλλο, το οποίο είναι έργο του συμπατριώτη τους ζωγράφου Edvard Munch και χρονολογείται στο 1899 με τίτλο “Dodskyss” (“Kiss Of Death”). Ελπίζω αυτή να είναι η αρχή για την καλλιτεχνική τους αναγέννηση.