Τους έμαθα μόλις το 2019. Κακώς. Αφορμή; Η πρώτη τους επίσκεψη στη χώρα μας. Κάλλιο αργά παρά ποτέ όμως. Δύο χρόνια μετά την φοβερή δισκάρα “Lotus”, οι Σουηδοί progsters επιστρέφουν με το πέμπτο full-length album της πορείας τους στο οποίο συνεχίζουν το στυλ που ξεκίνησαν να χτίζουν με το “Lykaia” (2017). Φαίνεται ότι πλέον έχουν βρει τον ήχο τους, αφού πειραματίστηκαν αρκετά μέχρι να φτάσουν εδώ.
Το υπέροχο με αυτή τη μπάντα είναι ότι δεν μπορείς εύκολα πλέον να περιγράψεις αυτό που κάνουν. Δεν έχουν μακροσκελείς και πολύπλοκες συνθέσεις. Δεν έχουν σαν πρώτο μέλημά τους την τεχνική. Φτιάχνουν όμως εξαιρετικά τραγούδια. Τραγούδια γεμάτα συναίσθημα, καταπληκτικές μελωδίες και στίχους που αξίζει κάποιος να τους προσέξει. Τραγούδια που σε μαγεύουν από την ευθύτητα, την αμεσότητα και το υψηλό επίπεδο μουσικής που διαθέτουν. Είναι και το μικρότερο σε διάρκεια album τους μέχρι τώρα, αφού τα οχτώ τραγούδια του διαρκούν μόλις σαράντα δύο λεπτά.
Εδώ βέβαια τους ακούμε πιο heavy απ’ ότι πριν. Πιο βαριές κιθάρες και τύμπανα σε σημεία, μέχρι και ελάχιστα ακραία φωνητικά σε μία έξαρση επιθετικότητας στο εναρκτήριο “Lumerian”, το οποίο παίζει να είναι και το πιο heavy που έχουν γράψει. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί όσα ανέφερα πιο πριν σχετικά με τις μελωδίες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν το “Imperial”, αφού υπάρχει και η πιο ήπια πλευρά τους που χρωστάει πολλά στους Pink Floyd. Η μπάντα δεν αναλώνεται σε φανφάρες, παίζει μετρημένα χωρίς υπερβολές και επικεντρώνεται στο να φτιάχνει σωστά δομημένες συνθέσεις.
Απλό αλλά και στιβαρό rhythm section από τον ιδρυτή Martin Lopez (ex-Opeth, ex-Amon Amarth) σε drums και τον νεοφερμένο Oleksii Kobel στο μπάσο, πανέμορφα κιθαριστικά περάσματα από τους Cody Ford και Lars Åhlund (με τον δεύτερο να αναλαμβάνει και πλήκτρα) και φυσικά καθηλωτικές ερμηνείες από τον απίστευτο Joel Ekelöf. Μοναδική φωνή που δεν χορταίνεις να ακούς και χρωματίζει με τον πλέον ιδανικό τρόπο τις συνθέσεις.
Για όσους λοιπόν αγάπησαν το “Lotus”, δεν βρίσκω λόγο να μην κάνουν το ίδιο και για το “Imperial”. Ακόμα και αν υπάρχουν ελάχιστες στιγμές στα “Deceiver” και “Illusion” που φαίνεται λες και η μπάντα αντιγράφει τον εαυτό της, πιστεύω ότι πλέον είναι αρκετά σίγουροι για το τι θέλουν να κάνουν με τη μουσική τους. Σε μια σκηνή όπου τα σύγχρονα prog συγκροτήματα χαρακτηρίζονται από χαζά κουρέματα, ηλίθια φωνητικά, χοροπηδηχτούς ρυθμούς και κόντρες για το ποιος θα παίξει πιο περίεργα και πιο alternative, οι Soen γράφουν ένα “Dissident” κι ένα “Antagonist” και εξαφανίζουν όποιον υπάρχει γύρω τους. Από τους δίσκους της χρονιάς και ας είμαστε ακόμα στην αρχή της.