Ξεκινήσαμε αρκετά νωρίς την Τετάρτη. Η πρώτη μπάντα που είδαμε ήταν οι Hazy/Dizzy. Όπως λέει και το όνομά τους (απλά πείτε το δυνατά αν δε σας μοιάζει σε τίποτα), αυτή είναι μια μπάντα διασκευών στους AC/DC. Καθώς ήταν ό,τι πλησιέστερο στους AC/DC που μπορούσε κανείς να ακούσει σε όλο το φεστιβάλ (… αν και οι Airbourne έπαιζαν αργότερα), αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί, από το παραδοσιακά μικρότερο κοινό της πρώτης μέρας. Οι Σουηδοί δεν έμοιαζαν εμφανισιακά στους Αυστραλούς, πέρα από την ενδυμασία, ενώ και ο ήχος τους ήταν όσο πιο κοντά γίνεται. Περάσαμε καλά και το σόου τους ήταν αξιοπρεπέστατο.

Hazydizzy

Περάσαμε την 4Sound σκηνή, όπου οι Hell έπαιζαν μπροστά σε μερικές εκατοντάδες κόσμο. Θα είμαι ειλικρινής, αλλά η εμφάνισή τους μου θύμισε λίγο τις εμφανίσεις των U.D.O (και θα εξηγήσω γιατί). Το σόου βασίζεται πάνω στον David Bower, ο οποίος φορά ένα αγκαθωτό στεφάνι στην αρχή, μετά ημίγυμνος αυτομαστιγώνεται μέχρι που «ματώνει» και τελικά βγαίνει με ένα χιτώνα, ο οποίος παραέχει μεγάλη κουκούλα και του εμποδίζει την όραση. Τότε θυμήθηκα τον Udo, με τις άβολες στολές του. Για να είμαι όμως ειλικρινής, το σόου ήταν πολύ καλό, βασισμένο εξολοκλήρου στη θεατρική παρουσία και φωνή του Bower. Το αρκετά μεγάλο κοινό ανταπέδωσε τις προσπάθειες της μπάντας.

Επιστρέψαμε στην σκηνή Sweden για να δούμε τους The Quireboys, οι οποίοι επέστρεψαν στη Σουηδία μετά από δύο χρόνια. Τότε, μας είχαν προσφέρει ένα ακουστικό σόου, ενώ τώρα ήρθαν για το πλήρες… Δεν ξέρω αν ήταν το γεγονός ότι η σκηνή ήταν μικρότερη από πρόπερσι, όταν έπαιζαν στην μεγάλη σκηνή Festival και ο κόσμος ήταν απλωμένος σε μεγάλη απόσταση, αλλά τώρα η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ωραία. Η φοβερή μουσική, όπως το «Hey You» και «Sex Party», συνέβαλλε στο να περάσουμε μια από τις πιο απολαυστικές ώρες του φεστιβάλ. Ο Spike ήταν στην ακριβώς ίδια κατάσταση που ήταν και πριν δυο χρόνια, αποδεικνύοντας ότι μπορείς να κρατάς σταθερή τη συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα σου ώστε να παραμένεις στην ίδια high κατάσταση που χρειάζεται για να προσφέρεις στο κοινό σου ένα πλήρως ψυχαγωγικό σόου.

Quireboys

Είχα σχεδόν ξεχάσει ότι ο Jon English έπαιζε την πρώτη μέρα του φεστιβάλ. Είχε ήδη έρθει το σούρουπο όταν ο English ανέβηκε στη σκηνή. Καθώς ήταν μια σχετικά κρύα βραδιά με πολύ αέρα, το να πάμε να τον δούμε εξυπηρετούσε δύο σκοπούς. Να απολαύσουμε τη μουσική του φυσικά, αλλά και να ζεσταθούμε λίγο, αφού η Rokklassiker σκηνή ήταν η μόνη που ήταν σκεπασμένη φέτος (αντίθετα με τις προηγούμενες φορές που ήταν όλες ανοιχτές). Οικογενειακή ατμόσφαιρα – η σκηνή είναι αρκετά μικρή αλλά η τέντα αρκετά μεγάλη – χωρίς πολύ κόσμο, με αποτέλεσμα να είναι εύκολο να βρει κανείς ένα καλό σημείο, και τον Jon English, με τους Spearfish να τον υποστηρίζουν, να παίζει όπως μπροστά σε φίλους. Όλα ήταν τέλεια, εκτός από το πορτοκαλί πουκάμισο… Κι ένα καλό ζέσταμα πριν ξαναβγούμε στους αέρηδες για να δούμε τη μπάντα που έκλεισε την πρώτη μέρα του Sweden Rock Festival.

Πίσω στη Sweden σκηνή, όπου οι Δανοί D-A-D θα έκλειναν τη βραδιά. Ο Stig Petersen απουσίαζε, καθώς είχε σπάσει το χέρι του μερικές μέρες πριν. Παρόλα αυτά, η υπόλοιπη μπάντα, με την υποστήριξη του Soren Andersen στο μπάσο, έδωσαν ένα απίστευτο σόου, γεμάτο ενέργεια και με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα του drumset του Laust Sonne. Η μπάντα έκλεισε με τα Bad Craziness, Sleeping my Day Away και Laugh n’ a Half, και μας έστειλαν σπίτι μπριζομένους για τις υπόλοιπες μέρες.

Η Πέμπτη ξεκίνησε στη σκηνή που έκλεισε η προηγούμενη βραδιά. Οι Delain μας πρόσφεραν τη δόση μας από συμφωνικό μέταλ, που ακολούθησε την τάση και την απόδοση όλων των άλλων συγκροτημάτων του είδους. Γύρω στη 13:00, έφυγα για την σκηνή 4Sound, μια από τις «μικρές» σκηνές του φεστιβάλ, για να δω τους Steve’n’Seagulls. Εκτός από το να έχουν το απόλυτο όνομα – αναρωτιέμαι αν έχει κάνει κανείς κάτι παρόμοιο με τον Chuck Norris – αυτή η μπάντα ήταν η έκπληξη όλου του φεστιβάλ. Το γεγονός ότι έπαιζαν διασκευές γνωστών κομματιών σε στυλ Hillbilly, μουσικά όσο και εμφανισιακά, φαίνεται να προσέλκυσε ένα μεγάλο μέρος των επισκεπτών, που ενθάρρυναν τη μπάντα σε τέτοιο βαθμό που ο τραγουδιστής τους σχολίασε ότι δεν είχαν τέτοιο καλωσόρισμα στο προηγούμενο τους live. Υπολόγιζα να περάσω από τους Spike’s Free House, αλλά… δε βαριέσαι… αυτή η μπάντα ήταν απίστευτη!

Μετά από ένα μικρό διάλλειμα, κατέληξα στη μεγάλη σκηνή για να παρακολουθήσω τον Slash, μαζί με τον Myles Kennedy και τους Conspirators. Προφανώς, ο πιο πολύς κόσμος είχε την ίδια ιδέα. Ο Slash έπαιξε την κιθάρα που περιμέναμε και ήταν όσο μυστηριώδης είναι πάντα, ενώ ο Kennedy είχε αναλάβει τα υπόλοιπα στην επικοινωνία με το κοινό και την κίνηση επί σκηνής. Μερικά τραγούδια από το «World Οn Fire», αλλά όπως μπορείτε να φανταστείτε, έγινε το σώσε στους γνωστούς ήχους των Guns n’Roses.

Είχα ένα κενό δεκαπέντε λεπτών να σκεφτώ τις επόμενες κινήσεις μου. Αποφάσισα να περάσω από τη σκηνή Sweden για να παρακολουθήσω τον Carl Palmer και τους ταλαντούχους μουσικούς του (τον Paul Bielatowicz στην κιθάρα και τον Simon Fitzpatrick στο μπάσο και… άλλα όργανα) να μας υπενθυμίσει την Κληρονομιά των Emerson Lake and Palmer. Ο ίδιος ο Palmer ερχόταν στο μπροστινό μέρος της σκηνής για να παρουσιάσει το κάθε τραγούδι στους λίγους αλλά φανατικούς οπαδούς της μπάντας που προτίμησαν τη μουσική των ELP αντί των μικρότερων Airbourne. Έφυγα στα μέσα της συναυλίας για να δω τι έκαναν οι Αυστραλοί στο Rock σκηνή. Η μπάντα που ξεκίνησε αντιγράφοντας τους AC/DC και μετά απογειώθηκε, εξελίχθηκε και βρήκε το δικό της niche στο μουσικό στερέωμα, μάζεψαν το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών του φεστιβάλ και κρίθηκαν άξιοι στην αποστολή τους να προσφέρουν καλή μουσική και αξιοπρεπή εμφάνιση.

Στις 19:00, οι μεγάλοι Toto κατέλαβαν την τεράστια Festival σκηνή και παρουσίασαν ένα κλασικό best of setlist. Μια πολύ απολαυστική συναυλία, με την μπάντα να μας ταξιδεύει με μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει μέσα στα χρόνια. I’ll Supply The Love, Pamela και βέβεια τα υπερκλασικά Hold the Line, Rosanna και Africa, έκαναν τα 90 λεπτά να μοιάζουν με πέντε… Όλη η μπάντα ήταν εξαιρετική, αλλά ο αστέρας της βραδιάς ήταν ο David Paich ο οποίος έπαιζε με το κοινό και τα άλλα μέλη της μπάντας, κρυβόταν πίσω από τα ηχεία και έπαιρνε ηγετικό ρόλο όταν δεν χρειαζόταν να βρίσκεται πίσω από τα πλήκτρα.

Toto

Μετά το σόου, κινηθήκαμε προς το backstage όπου οι Joe Elliott και Vivian Campbell των Def Leppard θα έδιναν μια συνέντευξη τύπου. Ίσως το πιο ενδιαφέρον από όλα ήταν το σχόλιο του Elliott, – αναφερόμενος στο πρόσφατο σχόλιο του Dee Snider των Twisted Sister ότι ο κόσμος δε θέλει να ακούσει νέα τραγούδια – ότι υπάρχει ακόμα χώρος για νέα μουσική και αν κάποιες μπάντες διαφωνούν, αυτή είναι η δική τους άποψη και απόφαση. Μίλησαν επίσης για τον σημαντικό ρόλο του παραγωγού τον παλιό καλό καιρό, ενώ ο Campbell αναφέρθηκε σε μπάντες όπως οι Motley Crue λέγοντας ότι η κληρονομιά τους βασίζεται στο lifestyle και τελικά θα χαθεί. Στα πιο πικάντικα, ο Campbell θυμήθηκε το σχόλιο του Joe Elliott όταν είπε ότι οι Def Leppard κάνουν εδώ και 30 τόσα χρόνια ότι οι Deep Purple δεν μπόρεσαν να κάνουν για τρία: να μοιραστούν τα ίδια αποδυτήρια.

Μια ώρα μετά, οι Def Leppard ήταν επί σκηνής, προσφέροντας ένα πολύ δυνατό σόου, με πολλά φώτα και βίντεο στο παρασκήνιο και τον πιο καθαρό ήχο που έχω ακούσει. Αυτό μου θυμίζει των τέλειο ήχο των Leppard όταν άνοιγαν για τους Whitesnake πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα. Τα τραγούδια ήταν φυσικά μια επιλογή από τα greatest hits, οπότε ταξιδέψαμε πολλά χρόνια πίσω. Όσον αφορά το σχόλιο της συνέντευξης τύπου και σκεπτόμενος λίγο περισσότερο πάνω σε αυτό, δεν ξέρω αν θα προτιμούσα να ακούσω νέα τραγούδια τους ζωντανά εις βάρος των παλιών τους… Ας δούμε πως θα είναι το νέο τους άλμπουμ. Εν πάσει περιπτώσει, περάσαμε πολύ καλά και προετοιμαστήκαμε για το σόου μετά τους headliners. Είχα να διαλέξω μεταξύ Ghost και Michael Monroe. Χμ…

Defleppard

Όντας fan των Hanoi Rocks η απόφαση ήταν εύκολη. Ο Monroe στη σκηνή ήταν πολύ ενεργητικός, τρέχοντας κυριολεκτικά δεξιά κι αριστερά, σκαρφάλωνε, έπεφτε, σχεδόν έπεφτε, έτρεχε κοντά στις πρώτες γραμμές του κόσμου, αλλά δε φάνηκε να χάνει ούτε ένα στίχο. Ο τεχνικός τους έπρεπε να βρίσκεται στη σκηνή σχεδόν όσο και ο ίδιος ο Monroe για να βεβαιωθεί ότι το καλώδιο του μικροφώνου δε θα έβρισκε πουθενά. Απολαυστικό σόου, κυρίως λόγω της υπερκινητικότητας του Monroe, και ο κόσμος ειδικά στο pit απολάμβανε κάθε στιγμή του. Πήρα τη δόση μου από Hanoi Rocks με Malibu Beach Nightmare και Oriental Beat κι έφυγα να δω τι παίζουν οι Ghost στα τελευταία λεπτά του δικού τους σόου.
Χριστιανικό ροκ, με μελωδικά ακόρντα και χαρμόσυνη παρουσία. Οι Ghost δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό. Αντίθετα, ήταν μια παρωδία μια σατανιστικής τελετής με πολύ make-up, αργές κινήσεις κι εντυπωσιακά κουστούμια, που προσέθεταν στη μυστικιστική, αλλά κατά τα άλλα αρκετά ενδιαφέρουσα ατμοσφαιρική μουσική. Είδα μόνο μερικά λεπτά (damn…) αλλά κάναμε το σταυρό μας και φύγαμε για να μετανοήσουμε… Ήταν ήδη δύο το πρωί.

Παρασκευή πρωί… μεσημέρι για την ακρίβεια… και ξεκινήσαμε με τους Dare, με σημαιοφόρο τον πληκτρά των Thin Lizzy, Darren Wharton. Πολύ καλή φωνή, ενεργητική σκηνική παρουσία και μελωδικό ροκ υψηλής ποιότητας που δούλεψε καλύτερα και από τον καφέ για να ξυπνήσουμε και να μεταβούμε ταχύτατα στο χώρο του φεστιβάλ. Κατευθυνόμενοι προς τη Festival σκηνή, μου φάνηκε ότι ήταν πολύ νωρίς για να δούμε μια μπάντα όπως οι Molly Hatchet. Τελοσπάντων, θα είχαμε φως για πολλές ώρες ακόμη, οπότε δεν είχε και μεγάλη σημασία. Όλη η μπάντα ήταν φυσικά άρτια, αν και το βάρος του σόου έπεφτε στην κιθάρα και τη φωνή της μπάντας. Ο Bobby Ingram με τα ξανθά λεόντεια μαλλιά του και το κιθαριστικό του ταλέντο, ο Phil McCormack με τη νότια προφορά του και τη μεγαλειώδη παρουσία του (ή το κοντό πουκάμισο αν προτιμάτε). Fall of the Peacemakers και Flirtin’ With Disaster ήταν οι στιγμές που μας σηκώθηκε η τρίχα, ενώ από τις πιο κομικές στιγμές ήταν όταν ο McCormack έδειξε μπροστά προς το κοινό κάποιον (όχι συγκεκριμένα) και είπε κάτι του στυλ «Εσύ, ήσουν αδερφός μας πριν είκοσι χρόνια, είσαι ακόμα αδερφός μας». Νομίζω αυτό δουλεύει καλύτερα στην Αμερική όπου το κοινό που τους βλέπει συχνά είναι όντως αδέρφια (με τη μπάντα) εδώ και είκοσι χρόνια (και περισσότερο). Παρά ταύτα, καθώς και την αφιέρωση στα στρατευσιμα νιάτα (παραλίγο να το ξεχάσω αυτό) ήταν ένα πολύ ψυχαγωγικό σόου με μια από τις μεγαλύτερες Southern rock μπάντες. Και η μέρα είχε ξεκινήσει πάρα πολύ δυνατά.

Mollyhatchet
Οι Manfred Mann’s Earth Band ήταν ακριβώς όπως τους θυμόμουν και τους περίμενα. Ήρεμοι, μελωδικοί, ένα ευχάριστος τρόπος να πιει το απογευματινό του τσάι (και μπύρα). Στις 17:30 είχα μπροστά μου ένα δίλημμα. Dokken ή Blackberry Smoke? Καθώς όλοι όσους ήξερα θα πήγαιναν να δουν τους Dokken, πήρα το μοναχικό μονοπάτι προς τη Sweden stage. Δεν ήταν και τόσο μοναχικά. Πολύς κόσμος είχε αποφασίσει να δει τους Blackberry Smoke, μια μπάντα από την Atlanta, Georgia, η οποία μας ταξίδεψε στην καρδία του νότου με τα δυνατά τους riffs, το ρυθμό, το πιάνο και φυσικά την προφορά τους. Με κάθε τραγούδι, η απόφαση μου να παρακάμψω τους Dokken δικαιωνόταν, ειδικά δε όταν όλοι όσοι πήγαν έλεγαν αργότερα ότι ο ίδιος ο Dokken πλέον ανήκει στο club των τραγουδιστών χωρίς φωνή, μαζί με τραγουδιστές από άλλες αγαπημένες μας μπάντες.

Manfredmann
Αυτή η μέρα είχε πολλές μπάντες που θα ήθελα να δω, αλλά δυστυχώς έπεφτε η μια πάνω στην άλλη. Μετά τους Blackberry Smoke, πήγα στην Rokklassiker stage όπου οι Mad Max απέδειξαν ότι η σκηνή αυτή είναι πολύ μικρή για να τους χωρέσει (μεταφορικά, ε;). Ο Michael Voss και η υπόλοιπη μπάντα ήταν σε πολύ καλή φόρμα και δε φάνηκαν να πτοούνται από το γεγονός ότι έπαιζαν μέσα σε μια τέντα. Έφυγα λίγα λεπτά πριν τελειώσουν, για να είμαι στην ώρα μου στη Rock stage και να δω τους επανενωμένους Backyard Babies. Τους είχα δει πριν μερικά χρόνια στο An Club. Τώρα όντας μεγαλύτεροι, ενθουσιώδεις μετά το reunion, καθώς και εντός έδρας, κατέλαβαν τη σκηνή με όλες τις δάφνες. Ο Dregen ήταν ασταμάτητος, ενώ ένιωσα ότι ο Nicke Borg ήταν περισσότερο στο στοιχείο του, από ό,τι ήταν δυο χρόνια πριν με τους Nicke Borg Homeland… Οι Backyard Babies είναι η πατρίδα του… Φανταστικό σόου, κι αν δεν έχει πάντα νόημα να κάνει κανείς τέτοιες συγκρίσεις, ήταν μια από τις πιο αξιομνημόνευτες μπάντες του φεστιβάλ. Δε μετάνιωσα που έχασα τον Pat Travers και την μπάντα του, που έπαιζαν την ίδια ώρα, ή τον Tony Carey που έπαιζε στην Rokklassiker stage (μερικά ακόμα από τα δι- ή τριλήμματα της ημέρας)

Byb

Οι headliners της Παρασκευής ήταν οι Mötley Crue. Καθώς η συναυλία τους στην Ελλάδα μερικά χρόνια πριν είχε ακυρωθεί εξαιτίας καταιγίδας (η επίσημη αιτιολογία) και χαμηλές πωλήσεις (λένε οι φήμες), ήταν ένας καλός λόγος να χάσω τους Lucifer’s Friend και να τους δω ζωντανά πριν διαλυθούν για πάντα. Είμαι περίεργος να δω πόσοι πήγαν στις μπάντες που έπαιζαν την ίδια ώρα… Οι περισσότεροι είχαν την ίδια άποψη, για να μάθουν λίγο αργότερα ότι μόλις είχαν κλείσει άλλη μια συναυλία στη Στοκχόλμη – αν ήρθατε να δείτε το τελευταίο τους live στη Σουηδία… ε, δεν ήταν αυτό… Πρέπει να παραδεχτώ ότι από πλευράς σόου, δεν ήταν το πιο εντυπωσιακό που έχω δει. Η μπάντα βέβαια ήταν εκεί όπως τους περίμενα, οι Nikki Sixx και Tommy Lee ενεργητικοί σαν έφηβοι, ο Vince Neil ήταν, ας πούμε πιο αργός αλλά επαρκής ως frontman και όπως πάντα ως τραγουδιστής, ενώ ο Mick Mars απέδειξε πόσο καλός κιθαρίστας είναι ακόμα, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Πέρα από τη μουσική, είχαν φωτιές, το φλογομπάσο του Sixx, κορίτσια να χορεύουν, αρκετά πράγματα να μας κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον για 90 λεπτά, αλλά όχι για να βάλουν τη συναυλία στη μνήμη μας για πάντα.

MotleyCrue
Συνεχίζοντας αυτό το πρωτοποριακό παράδοξο, να πάιζουν κανα δυο μπάντες μετά τους headliner, πήγα στη Sweden stage να δω τους H.E.A.T. Η σχετικά νέα αυτή μπάντα έδειξε ότι πρόκειται για μουσικούς και entertainers παγκοσμίου κλάσης, όχι μόνο λόγω των πιασάρικων τραγουδιών τους, αλλά και λόγω της σκηνικής τους παρουσιάς, της επικοινωνίας με το κοινό και το σταριλίκι (με φανερή την επιρροή από τους Europe). Ένα εντυπωσιακό τέλος σε μια μεγάλη μέρα.
Το Σάββατο ξεκίνησε με εμάς να χάνουμε τους Mustasch να παίζουν τον Σουηδικό Εθνικό Ύμνο και φτάσαμε κατευθείαν στους επίσης Σουηδούς Hardcore Superstar. Είτε λόγω μέρας είτε λόγω τοπικής προέλευσης, η μπάντα προσέλκυσε πολύ κόσμο και τους το ανταπόδωσε με ένα μείγμα από νέα τραγούδια αλλά και τις επιτυχίες τους. Ο Ace Frehley ήταν ένα από τα μεγάλα ονόματα της μέρας, και παρά του ότι έχει πλέον μεγαλώσει, δεν έχει χάσει το ταλέντο του. Το σόου ήταν βασισμένο πιο πολύ στον κατάλογο των KISS και το κοινό φάνηκε να το απολαμβάνει δεόντως.

Αργότερα την ίδια μέρα, οι Judas Priest ήταν οι επίσημοι headliners του φετινού Sweden Rock festival. Η μπάντα, παρά την απόσυρση του K.K. Downing, ήταν εξαιρετικοί επί σκηνής. Ο Metal God απέδειξε για άλλη μια φορά ότι δεν είναι έτοιμος να αποσυρθεί και η μπάντα πρόσφερε ένα setlist που δε θα μπορούσε να αφήσει κανέναν ανικανοποίητο. Αυτό θα ήταν το ιδανικό φινάλε του φεστιβάλ, μόνο που… είπαμε, παίζουν μια-δυο μπάντες ακόμα πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Νομίζω ότι προτιμούσα την εμφάνιση του Justin Hawkins πριν δυο χρόνια στο Trädgår’n, στο Göteborg. Το γένι α λα Dali πρόσθετε πολύ στον παλαβό χαρακτήρα των The Darkness. Ήταν το ιδανικό ταίριασμα της μουσικής και της φανταχτερής εκρηκτικής εμφάνισης μιας μπάντας που κάποτε θεωρήθηκαν οι νέοι Queen. Πέρα όμως από αυτό, οι Darkness ήταν ακριβώς ό,τι περιμέναμε. Έκλεισαν με τα I believe in a Thing Called Love και Love on the Rocks with No Ice, και ναι, ήταν το ιδανικό φινάλε του Sweden Rock Festival για το 2015.

Ραντεβού του χρόνου.

Γιώργος Ανασοντζής

{gallery}SwedenRock2015}{/gallery}}