Είναι πραγματικά ευχάριστο να βλέπει κανείς να συνεχίζουν να έρχονται κυκλοφορίες από μπάντες που έχουν αφήσει το στίγμα τους στο rock. Οι The Cult μπορούμε άνετα να πούμε ότι είναι ένα από τα συγκροτήματα που μεγάλωσαν μία τουλάχιστον γενιά, ξεχωρίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 αλλά και τα πρώτα χρόνια αυτής του ’90 για τη διαφοροποίηση τους από το hair metal που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή, αλλά και που κατάφεραν να επιβάλουν τον χαρακτηριστικό ήχο τους σε μεγάλη μερίδα οπαδών του ευρύτερου rock.

Το δέκατο studio album τους έρχεται μάλλον από το πουθενά καθώς η προετοιμασία του δεν ακούστηκε ιδιαίτερα κι αν θέλετε την προσωπική μου άποψη, μάλλον είναι καλύτερα έτσι.

Οι The Cult του 2016, κυκλοφορούν έναν καλό δίσκο. Το μοναδικό τους πρόβλημα είναι ότι με εξαίρεση τρία – τέσσερα κομμάτια, δεν ακούγονται πλέον σαν The Cult. Τα riff και τα solo του Daffy εξακολουθούν να κυριαρχούν, ακούγονται όμως σαν κάτι καινούργιο, καλό αλλά καινούργιο. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό και δεν ξέρω αν δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό οι Astbury και Duffy – ο ερχομός του Grant Fitzpatrick στο μπάσο σίγουρα δεν επηρεάζει τον ήχο τους – η ουσία όμως είναι ότι αν από το “Hidden City”  αφαιρέσει κανείς τα “No Love Lost”, “Dance The Night”  και “G O A T”,  μπορεί και να μην καταλάβουν ούτε οι μυημένοι στη μπάντα οπαδοί ότι πρόκειται για album των The Cult. Τα παραπάνω κομμάτια είναι και αυτά που ξεχωρίζουν, ενώ οι επιρροές του Ian Astbury ή μάλλον τα κατάλοιπα, από την…περιπέτεια του με τους The Doors, κάνουν και πάλι την εμφάνιση τους, κυρίως στο “Sound And Fury” , ένα τραγούδι επτάμισι λεπτών που κλείνει το δίσκο και είναι πάνω στα πρότυπα του “The End” ή και του “Spanish Caravan”.

Οι Βρετανοί σε καμία περίπτωση δεν κυκλοφόρησαν το album που θα ξεσηκώσει. Αυτό βέβαια, δεν απαξιώνει την τεράστια προσφορά τους στη μουσική, κυρίως στο πρώτο μισό της καριέρας τους.

Το “Hidden City” είναι ένας καλός δίσκος, αλλά μέχρι εκεί.