Ομολογώ ότι δεν περίμενα να ακούσω αυτό που βγήκε από τα ηχεία μου. Έχω ένα κόλλημα και πριν ακούσω ένα συγκρότημα που δεν γνωρίζω, κάνω μία αρχική διαδικτυακή αναζήτηση. Και αυτή μου ανέφερε ότι η μπάντα παίζει southern metal. Στο ντεμπούτο τους EP “At The Delta Of Venus” (2015), ίσχυε. Το ίδιο και στο split EP με τους Αθηναίους Dead Elephant το 2017. Πλέον όμως τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει.
Το αθηναϊκό κουαρτέτο ξεκίνησε το 2012 αλλά έπρεπε να περάσουν εννιά χρόνια για να κυκλοφορήσει το πρώτο τους full-length album. Και ο όρος southern metal ισχύει κατά ένα μέρος, σε καμία περίπτωση όμως δεν περιγράφει απόλυτα τη μουσική τους. Ίσως αν ο δίσκος ξεκινούσε με το δεύτερο κομμάτι “Shattered Mentallity” να μην είχα αυτή την εντύπωση, αφού η δυνατή μπασογραμμή, ο mid-tempo ρυθμός και τα ποτισμένα με bourbon riffs δεν ξεφεύγουν από τη συγκεκριμένη περιγραφή.
Το εναρκτήριο όμως “The Settling Dust” ή κομμάτια όπως το “People Under The Stairs” μέχρι και thrash θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω με τον πολύ γρήγορο ρυθμό και τη διαφορετική κιθαριστική φιλοσοφία. Δε λείπουν όμως και άλλα στοιχεία από τη μουσική τους, όπως στο “Burden” που ξεκινάει γρήγορα, κατεβάζει ταχύτητα και έχει ένα πολύ ενδιαφέρον ακουστικό κόψιμο πριν ένα ωραίο κιθαριστικό solo στο τέλος.
Τους Zebu (όνομα παρμένο από βοοειδές της Νότιας Ασίας) σίγουρα δεν μπορείς να τους χαρακτηρίσεις μονότονους και επαναλαμβανόμενους. Αν και το southern στοιχείο γενικά είναι έντονο στη μουσική τους, δε μένουν εκεί όπως είπα και πιο πριν. Τα φωνητικά είναι κατά κύριο λόγο ακραία αλλά δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν και καθαρά γυναικεία στο φοβερό “The Skin I Wear” με το κολλητικό riffing το οποίο παίρνει και μια…black metal στροφή προς το τέλος.
Η μπάντα παίζει περισσότερο σε mid-tempo ταχύτητες, φτιάχνοντας ένα ιδιαίτερο heavy/southern υβρίδιο με λίγες thrash πινελιές. Ή όπως δηλώνουν και οι ίδιοι: Zebu plays heavy shit. Και αυτό ακριβώς κάνουν, χωρίς την ανάγκη να μπουν κάτω από κάποια συγκεκριμένη ταμπέλα αφού οι επιρροές που χωράνε εδώ είναι αρκετές, χωρίς όμως να κάνουν το αποτέλεσμα δυσνόητο ή κουραστικό στα αυτιά.
Η παραγωγή είναι ολόσωστη και πολύ καλύτερη από τις δύο προηγούμενες δουλειές τους, κάτι που κάνει το “Reek Of The Parvenu” ακόμα πιο ελκυστικό. Να μην ξεχάσω να αναφέρω ότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κόστος του από τη σελίδα του συγκροτήματος στο Bandcamp είναι μόλις 5€ σε digipak μορφή! Ό,τι πρέπει λοιπόν για να στηρίξει κάποιος τη συγκεκριμένη πολύ αξιόλογη προσπάθεια. Εγώ τουλάχιστον αυτό έκανα.