Καμιά φορά η γκαντεμιά μπορεί να είναι τόσο μεγάλη που όταν διαβάζεις τα συμβάντα, όταν διαβάζεις τα γεγονότα, απλά αναρωτιέσαι… «Ρε, μπας και είναι ταινία και όχι η πραγματικότητα»; Κι όμως… Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς, έκαναν ένα σπουδαίο Hard Rock άλμπουμ στα 1990, έλαβαν σπουδαίες κριτικές, μπήκαν στο στούντιο για το επόμενο άλμπουμ… Είχαν όλα τα φόντα και τα εχέγγυα (Q-Prime management)… πλην όμως… Ένα χρόνο μετά ξέσπασε το grunge, με όλες τις καταστροφικές συνέπειες για τις σοβαρές Ροκ μπάντες. Οι εταιρείες άφησαν στην άκρη όσους ήξεραν να παίζουν και προσπαθούσαν σαν παλαβές να εντοπίζουν εκείνους που ορνιθοσκάλιζαν… Η μπάντα όμως επέμεινε. Το δεύτερο άλμπουμ της κυκλοφόρησε – τελικά – το 1997, το σχήμα πέρασε από διάφορα στάδια, τα χρόνια περνούσαν και το σωτήριο έτος 2010 βρέθηκαν στη σκηνή του Firefest, αποθεώθηκαν και ξανασκέφτηκαν τα πράγματα.

Ο Louie Merlino διαθέτει μια καταπληκτική φωνή, με ξεχωριστό χρώμα και πολύ πάθος. Τα πιασάρικα ραδιοφωνικά κομμάτια, με AORικές προεκτάσεις και τσαχπίνικες γκαζιές του πάνε πολύ. Απ’ την άλλη μεριά, ο έτερος παλιός της παρέας, Ronnie Mancuso, είναι πραγματικά Axe-ιος, (ήτοι axe ήτοι ηλεκτρική κιθάρα) και παίζει μερικά τρομερά θέματα. Γεμάτο Ροκ, βαρύ και μελωδικό, με ρεφρέν που θα θυμάστε για πολύ καιρό. To “Seven seconds” είναι ένα χαρακτηριστικό τραγουδοχίτ, κοντά σ’ αυτό κινούνται κομμάτια όπως το “We come undone” ή το “Midnight blue”… Ηλεκτρικές και ακουστικές τα μπλέκουν ερωτικά, τα mid-tempo εφευρήματα οδηγούν με ασφάλεια και ήδη φανταζόμαστε τους εαυτούς μας να χορεύουμε στις πρώτες σειρές, αδιαφορώντας για τους «σοβαρούς» που στέκουν ακίνητοι… Ας πρόσεχαν!

Οι φίλοι του μελωδικού Ροκ αξίζει να δοκιμάσουν… Α, για τους φίλους που ακόμα ψάχνουν το τι τους θυμίζει το όνομα. Στα πρώτα demo τους μπάσο έπαιζε ο Hugh McDonald (μπάσο στους Bon Jovi), ενώ την παραγωγή σε εκείνα τα demo είχε κάνει ο Desmond Child.