Όταν βλέπεις one-man band και black metal μαζί, συνήθως κρατάς τόσο μικρό καλάθι που ουσιαστικά γίνεται θήκη τσέπης για κέρματα. Είναι συνηθισμένη εικόνα τόσα και τόσα projects να ακούγονται χάλια από κάθε άποψη, επειδή το «όραμα» κάποιου μουσικού που θέλει να τα κάνει όλα μόνος του καταλήγει να απευθύνεται στον εαυτό του και σε κανέναν άλλο. Ευτυχώς όμως, οι Blackbraid αποτελούν μεγάλη εξαίρεση. Για να έχουν κάνει ήδη μια περιοδεία με τους Dark Funeral αλλά και μια εμφάνιση στο φετινό Hellfest, χωρίς να έχουν κάποια εταιρεία να τους υποστηρίζει, κάτι κάνουν πολύ καλά.

Ξεκίνησαν μόλις πέρυσι και χωρίς να χάσουν χρόνο κυκλοφόρησαν το “Blackbraid I”, με την φετινή συνέχεια να είναι ακόμα καλύτερη. Πίσω από το σχήμα βρίσκεται ο Jon Krieger σε κιθάρες, μπάσο και φωνητικά με το ψευδώνυμο Sgah’gahsowáh το οποίο στη γλώσσα της φυλής των Mohawk σημαίνει “the witch hawk”. Υποθέτω ότι από εκεί είναι και η καταγωγή του, αφού σαν έδρα του αναφέρει τα όρη Adirondack και η θεματολογία των Blackbraid έχει να κάνει με τους γηγενείς Αμερικάνους, τη μυθολογία τους και τη φύση μεταξύ άλλων.

Στο μουσικό κομμάτι τώρα, έχουμε να κάνουμε με atmospheric black metal. Η διάρκεια του δίσκου ξεπερνάει τη μία ώρα, σχεδόν διπλάσια από το ντεμπούτο δηλαδή, είναι όμως τόσο καλά δομημένος που δεν υπήρξε σημείο στο οποίο να κουράστηκα. Ουσιαστικά μιλάμε για εφτά τραγούδια, έξι δικά τους και μια διασκευή στο “A Fine Day To Die” των Bathory, αφού υπάρχουν και τρία ολιγόλεπτα ακουστικά κομμάτια που χρησιμεύουν άψογα σαν εισαγωγές ή διαλείμματα.

Οι ταχύτητες εναλλάσσονται μεταξύ πολύ γρήγορων και mid-tempo σημείων, με το αποτέλεσμα να είναι εξίσου καλό και στις δύο περιπτώσεις αφού έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στο σωστό χτίσιμο των συνθέσεων. Μεγάλου ατού επίσης η ατμόσφαιρα του δίσκου, η οποία ταιριάζει ιδανικά με το στιχουργικό περιεχόμενο και βγάζει μία παγανιστική αύρα. Σε αυτό συμβάλλουν οι υπέροχες κιθαριστικές μελωδίες, μερικά ακουστικά κοψίματα καθώς και κάποια πολύ σωστά τοποθετημένα πνευστά. Θα έλεγα ότι σε σημεία μου θύμισαν τους ύψιστους Agalloch, το οποίο θεωρώ ότι είναι μεγάλο παράσημο για ένα συγκρότημα σε αυτό τον ήχο.

Ακόμα, πολύ θετικό στοιχείο η παραγωγή του Neil Schneider, ο οποίος (όπως και στο πρώτο album) ανέλαβε ηχογράφηση, μίξη, mastering και έπαιξε τα drums. Σε αντίθεση με την ηλίθια νοοτροπία που έχουν πολλοί black (και death) metallers και κάνουν τους δίσκους τους να ακούγονται λες και ηχογραφήθηκαν σε παιδικό κασετοφωνάκι, το “Blackbraid II” ξεχωρίζει έχοντας ένα σύγχρονο αλλά όχι γυαλισμένο ήχο. Εν κατακλείδι, μιλάμε για μία πάρα πολύ καλή και προσεγμένη κυκλοφορία που δεν πρέπει να προσπεράσουν οι οπαδοί αυτού του στυλ.