14-17 Ιουνίου 2023

Ήταν η πρώτη μου φορά που συμμετείχα στη μαζική συγκέντρωση σε αυτή τη μικρή γωνιά της Κοπεγχάγης, στο νησί Amager, δίπλα στο Reffen, αυτή την εποχή του χρόνου. Μέχρι τώρα, το Sweden Rock Festival ήταν πάντα ο ροκ και μέταλ φεστβαλικός προορισμός μου. Καθώς πήγαινα με το λεωφορείο προς το χώρο, αναρωτιόμουν πόσο διαφορετικά θα ήταν τα δύο φεστιβάλ (διοργανώνονται και τα δύο από τη Live Nation). Ωστόσο, η δυνατότητα να πάρω απλώς το αστικό λεωφορείο και να επιστρέψω μετά στο σπίτι μου ήταν βασικός παράγοντας στην επιλογή του Copenhell για το 2023.

Το Reffen είχε υποστεί μια μικρή μεταμόρφωση για το φεστιβάλ, με χώρους στάθμευσης για τα ποδήλατα, αλλαγή διαδρομής για το λεωφορείο, ενώ ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί εκεί ήταν ήδη γεμάτος κίνηση. Αφού κατέβηκα από το λεωφορείο, ακολούθησα αμέσως τις πινακίδες προς την είσοδο, μάζεψα τα πάσο μου και έσπευσα προς τη γενική είσοδο, αποφεύγοντας την είσοδο VIP και δημοσιογράφων που φαινόταν πιο γεμάτη.

Στην είσοδο, μια κολασμένη εκκλησία και δύο Nazgûls αποκάλυπτε το ύφος του φεστιβάλ με το γενικό θέμα “Κόλαση στην Κοπεγχάγη”. Τους προσπέρασα βιαστικά για να εξερευνήσω τον χώρο πριν οι Motley Crue ανέβουν στην κεντρική σκηνή- μου είχε απομείνει μόνο μια ώρα.

Ο κεντρικός χώρος της εισόδου ήταν γεμάτος με καταστήματα, εστιατόρια και μια γωνιά με νερό. Στα δεξιά, ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος οδηγούσε στην κρυφή σκηνή της Gehenna. Διασχίζοντας το δάσος έφτασα στη σκηνή Pandæmonium, που βρισκόταν δίπλα στο εκπληκτικά ενδιαφέρον Copenhell Con (περισσότερα γι’ αυτό αργότερα). Στα αριστερά, η είσοδος του τούνελ οδηγούσε στην περιοχή V.I.P. – ή R.I.P. στην αργκό του Copenhell -, προσφέροντας πανοραμική θέα του χώρου και της σκηνής Pandæmonium. Από εκεί, μπορούσα να δω μόνο το πίσω μέρος της Helviti, της κύριας σκηνής του Copenhell. Περπατώντας πιο πέρα, μπορούσε κανείς να φτάσει στον χώρο του Merchandise, οργανωμένο σε μια τακτοποιημένη και περιφραγμένη ουρά, κάνοντας το χάζεμα βαβούρα, αλλά τις πραγματικές αγορές παιχνιδάκι.

Κατευθυνόμενος ανατολικά, έφτασα στη Smadreland, όπου μπορούσε κανείς να συμβάλει στην καταστροφή παλιών αυτοκινήτων ή να απολαύσει μια ζεστή ή κρύα μπανιέρα. Αν και δεν συμμετείχα, ήταν διασκεδαστικό να παρακολουθεί κανείς τη γενναία αλλά μάταιη προσπάθεια κάποιου να ανοίξει μια τρύπα στην οροφή του αυτοκινήτου. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες αρκέστηκαν στην αφαίρεση του πλαστικού ντεκόρ του εσωτερικού.

Τελικά, έφτασα στο Helviti, και παραδόξως, το πιτ δεν είχε ακόμα πολύ κόσμο, αν και γέμιζε όσο προχωρούσε η συναυλία. Μια αντίστροφη μέτρηση, ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων ότι μόνο μουσική θα μεταδιδόταν για τις επόμενες ώρες, και οι Motley Crue ανέβηκαν στη σκηνή για ένα 90λεπτο πάρτι. Η συναυλία ήταν ό,τι θα περίμενε κανείς – τέσσερις άσχημοι άντρες, δύο όμορφες κοπέλες, ένας μακρύς κατάλογος επιτυχιών – ξεκινώντας με τα “Wild Side”, “Shout at the Devil”, “Looks that Kill”, “Dr. Feelgood”, “Same Old Situation”, και κλείνοντας με το “Kickstart My Heart” – , και ένα παλαβό κοινό που επιπλέον σέρφαρε συνεχώς από τις πίσω σειρές προς τα εμπρός.

Αλληλεπιδρώντας με το κοινό, ο Nikki Sixx έφερε στη σκηνή μια κοπέλα από την πρώτη σειρά, την οποία, καθώς βρισκόταν εκεί με τους γονείς της, ενθάρρυνε απλώς να πει “Fuck Bon Jovi” στο μικρόφωνο. Ο Tommy Lee ζήτησε τη συμμετοχή του κοινού και ανταμείφθηκε με ενθουσιασμό και ανασηκωμένες μπλούζες. Γενικά, ήταν μια φανταστική συναυλία, και αν και ο ήχος θα μπορούσε να είναι καλύτερος, τουλάχιστον φάνηκε να βελτιώνεται όσο προχωρούσε η ώρα.

Με τον ήλιο ακόμα ψηλά και τη μέρα να μην έχει τελειώσει καθόλου, ήταν ώρα για έναν ακόμα γύρο στο χώρο του φεστιβάλ. Απόλαυσα την κυριολεκτικά καπνιστική θέα (καθώς παντού κάπνιζαν) της Κόλασης της Κοπεγχάγης από την κορυφή του φράγματος που χώριζε το χώρο του φεστιβάλ με τη θάλασσα.

Ακριβώς στις 21:30, οι Def Leppard ανέβηκαν στη σκηνή με το “Take What You Want”, και μια δυνατή εμφάνιση με το γεμάτο επιτυχίες setlist τους. Ο ήχος τους ήταν καθαρός όπως πάντα, προσφέροντας μια έντονη αντίθεση με την τραχιά και δυνατή εμφάνιση των Motley Crue. Με τα δύο συγκροτήματα να είναι co-headliners της κοινής τους περιοδείας, δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι η ενεργητική “best of” εμφάνιση των Def Leppard ολοκληρώθηκε στις 23:00, μετά από ακριβώς 90 λεπτά.

Φεύγοντας από τον χώρο του φεστιβάλ, συνάντησα κυκλοφοριακό κομφούζιο και προς τις δύο κατευθύνσεις και η ουρά για τα αστικά λεωφορεία ήταν μεγάλη, οπότε άρχισα να περπατάω προς το κέντρο της πόλης, σκεπτόμενος πόσο καταπληκτικά ήταν τα συγκροτήματα εκείνη τη μέρα και ότι ίσως την επόμενη φορά να πάρω και το ποδήλατό μου…

Και έτσι έκανα για την τελευταία ημέρα του φεστιβάλ. Επιλέγοντας να ακολουθήσω το δανέζικο τρόπο, πήρα το ποδήλατο με το τρένο, εντοπίζοντας συναδέλφους metalheads με τα βραχιολάκια τους και τα σχετικά μπλουζάκια. Όλα κύλησαν ομαλά, εκτός από ένα μικρό ποδηλατομποτιλιάρισμα κοντά στο χώρο του φεστιβάλ. Πάρκαρα βιαστικά το ποδήλατό μου και έσπευσα στη σκηνή του Helviti. Ευτυχώς, ο Billy Gibbons και οι BFGs δεν είχαν αρχίσει να παίζουν ακόμα.

Αλλά μόλις ένα λεπτό αργότερα, ανέβηκαν στη σκηνή με το “Got Me Under Pressure” των ZZ Top και το groovy “More-More-More” από το τελευταίο σόλο άλμπουμ του Billy Gibbons, “Hardware”. Με μικρές μόνο παύσεις μεταξύ των τραγουδιών, η μπάντα έπαιξε για 55 λεπτά, ενθουσιάζοντας το κοινό με κάποιο σόλο υλικό και κυρίως με επιτυχίες των ZZ Top, με αποκορύφωμα το “La Grange”.

Σκόπευα να επισκεφθώ το Copenhell Con στη συνέχεια, αλλά η μπάντα που έπαιζε στη σκηνή του Pandæmonium τράβηξε την προσοχή μου. Τα ζωηρά φωνητικά και το σαξόφωνο του Angelo Moore, σε συνδυασμό με το μοναδικό μείγμα punk, soul, rock και metal των Fishbone, προσέλκυσαν ένα αρκετά μεγάλο πλήθος κόσμου.

Το Copenhell Con ήταν ένας διαφορετικός κόσμος – πολυάσχολος αλλά χαλαρός, γεμάτος με κινούμενα σχέδια, arcade games, επιτραπέζια παιχνίδια και επιστημονική φαντασία. Διάφορες ομιλίες και εκδηλώσεις ήταν προγραμματισμένες καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ, και εγώ βρέθηκα απορροφημένος σε μια συναρπαστική παρουσίαση για μια σατανιστική φάρσα που ξεγέλασε το Βατικανό. Παρά το αυξανόμενο πλήθος που προκάλεσε η βροχή έξω, αποφάσισα να βγω και να κατευθυνθώ προς τη Helviti για να δω τους Ghost.

Οι Ghost δικαίωσαν τη φήμη τους με ένα εντυπωσιακό σκηνικό στήσιμο και εντυπωσιακά κοστούμια για τους Papa Emeritus and the Nameless Ghouls. Τα πιασάρικα, μελωδικά και σατανιστικού περιεχομένου τραγούδια τους καθήλωσε το κοινό τους.

Η απόφαση να ζήσω την εμπειρία των Guns N’ Roses από την πρώτη σειρά σήμαινε ότι έπρεπε να προετοιμάσω τον εαυτό μου για μια μακρά αναμονή (για να μην αναφέρω τις απροσδόκητες καθυστερήσεις), ενώ η Μητέρα Φύση έπαιξε το παιχνίδι της, μας μούσκεψε και στη συνέχεια μας επέτρεψε να στεγνώσουμε ακριβώς την ώρα που έπρεπε να ξεκινήσει η συναυλία. Τελικά, μετά από μια αιωνιότητα, η πιο ακριβή ίσως επανένωση που έγινε ποτέ τίμησε τη σκηνή με ένα σύντομο βίντεο, δίνοντας τον τόνο για τη βραδιά που θα ακολουθούσε.

Έχοντας δει τη μπάντα πριν από περίπου ένα χρόνο, νόμιζα ότι ήξερα τι να περιμένω. Ωστόσο, από τη στιγμή που άρχισαν να παίζουν, ήταν φανερό ότι αυτή η μπάντα είχε υποστεί μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση μετά την επανένωσή της. Ο χρόνος που πέρασαν μαζί φάνηκε να έχει λειτουργήσει υπέρ τους, καθώς έδειχναν να είναι πολύ πιο δεμένοι και πιο συνεκτικοί από πριν.

Ο Axl Rose, γνωστός για την αινιγματική του περσόνα, εξέπληξε το κοινό με το να είναι πιο επικοινωνιακός αυτή τη φορά, μοιραζόμενος μια προσωπική ιστορία. Με πολύ λίγες ή σύντομες παύσεις μεταξύ των τραγουδιών, η μπάντα κράτησε το ρυθμό δυνατό και τον κόσμο σε εγρήγορση καθ’ όλη τη διάρκεια.

Η μουσική δεινότητα που επέδειξαν οι Guns N’ Roses ήταν απλά εντυπωσιακή, αυτή τη φορά χωρίς λάθη σε κανένα από τα σόλο. Μας χάρισαν απλόχερα τρεις ολόκληρες ώρες ασταμάτητου ροκ, χωρίς να αφήσουν περιθώρια απογοήτευσης. Ο δυναμισμός του συγκροτήματος ήταν μεταδοτικός και το κοινό ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό, διαμορφώνοντας μια αξέχαστη ατμόσφαιρα.

Στις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της συναυλίας ήταν το μεγάλο πιάνο κατά τη διάρκεια του “November Rain” (αν και ο Slash δεν ανέβηκε πάνω του) και το “Knockin’ On Heaven’s Door” που ξεκινούσε με τη μελωδία του “Only Women Bleed” του Alice Cooper.

Επιπλέον, η σιωπηλή αφιέρωση του “Civil War” στην Ουκρανία έδειξε την ευαισθητοποίηση και του συγκροτήματος με την επικαιρότητα. Και μέσα σε όλα, η μπάντα τραγούδησε το “Happy Birthday to You” στον Dizzy Reed.

Αν και η συναυλία ήταν αναμφίβολα εξαιρετική, υπήρξαν μερικά αδύνατα σημεία, όπως όταν ο Duff McKagan τραγούδησε άλλο ένα τραγούδι των Stooges, το “T.V. Eye”, ή όταν η φωνή του Axl όταν πήγαινε από τους ψηλούς στους χαμηλούς τόνους, ακούγοντας σαν να είχε πρόβλημα το μικρόφωνο. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι μικρές ατέλειες ελάχιστα επισκίασαν τη συνολική απόδοση της μπάντας.

Εν κατακλείδι, παρά την αναμονή και τον απρόβλεπτο καιρό, το να παρακολουθήσει κανείς τους Guns N’ Roses από κοντά ήταν μια εμπειρία ζωής. Η εξέλιξή τους ως συγκρότημα μετά την επανένωσή τους ήταν εμφανής στην σημερινή εμφάνισή τους, καθιστώντας την μια αξέχαστη βραδιά γεμάτη νοσταλγία και ροκ ύμνους.

Γιώργος Ανασοντζής