Προκαλώ τον οποιοδήποτε fan του Corey Taylor και των συγκροτημάτων του να θυμηθεί τον τίτλο ενός τραγουδιού από το ντεμπούτο solo album του χωρίς να το αναζητήσει στο διαδίκτυο ή να σιγοτραγουδήσει μια μελωδία που του έχει μείνει στο μυαλό.

Δυστυχώς ο Corey αφού πρώτα καταλόγισε τη χλιαρή υποδοχή του «CMFT» (2020) στην κακή προώθηση της Roadrunner (δεν είναι τυχαίο που η συνεργασία αυτή ολοκληρώθηκε) αποφάσισε να επιμείνει στην ίδια – αδιάφορη – μουσική κατεύθυνση. Προξενεί έκπληξη αυτή η επιλογή, πρώτον γιατί τις μπάντες του δεν τις λες συμβατικές: Τους Slipknot για προφανείς λόγους, τους δε Stone Sour πολύς κόσμος τους υποτιμά / δεν αναγνωρίζει τη φιλοδοξία συγκεκριμένων δίσκων (βλέπε «House of Gold and Bones»). Και, δεύτερον, επειδή συνήθως ζητάς απόλυτο έλεγχο και one man show συνθήκες όταν έχεις κάποιο όραμα να υπηρετήσεις. Στο «CMF2», αδυνατώ να κατανοήσω ποιο είναι αυτό το όραμα. Εκτός από τα riffs του Josh Rand – για να αφήσω τους Slipknot εντελώς εκτός σύγκρισης – λείπει και η φαντασία. Ο Taylor ηγείται μιας συμβατικής hard rock μπάντας, υπογράφει πολλά αναιμικά τραγούδια του τριλέπτου και παραδίδει ένα σύνολο που θυμίζει… μέτρια outtakes των Velvet Revolver και σύγχρονους βαρετούς Pearl Jam στις μπαλάντες.