Witherfall Curse Of Autumn

Οι Witherfall σχηματίστηκαν το 2013 και το όνομά τους ακούστηκε γρήγορα σε μία πολύ μεγάλη μερίδα οπαδών του σκληρού ήχου, όταν δύο από τα ιδρυτικά μέλη τους μπήκαν σε πολύ γνωστότερα συγκροτήματα. Αρχικά ο κιθαρίστας Jake Dryer μπήκε το 2016 στους Iced Earth και στη συνέχεια ο τραγουδιστής/πληκτράς Joseph Michael στους Sanctuary μετά τον θάνατο του ύψιστου Warrel Dane το 2018.

Οι δύο αυτοί μουσικοί είναι και οι μόνοι σταθεροί στη σύνθεση της μπάντας, την οποία πλέον συμπληρώνουν ο μπασίστας Anthony Crawford και ο drummer Marko Minnemann (The Aristocrats, Steven Wilson, Joe Satriani κ.α.). Κυκλοφορούν σε σύντομο χρονικό διάστημα το τρίτο full-length album τους, μετά τα “Nocturnes And Requiems” (2017) και “A Prelude To Sorrow” (2018), όλα μέσω της Century Media.

Οι Witherfall παίζουν ένα κράμα από heavy, power και progressive metal. Είναι σημεία στα οποία έχουν γρήγορους, καθαρά power ρυθμούς, με μονότονο για εμένα drumming και στυλ ανάπτυξης κομματιών. Στις mid-tempo στιγμές τους βγάζουν περισσότερη μελωδία και ατμόσφαιρα, με refrains που κάνουν τα πράγματα σχετικά πιο ενδιαφέροντα. Δεν λείπουν βέβαια και οι prog αναζητήσεις, στις οποίες τραβάνε τις διάρκειες (οχτώ και δεκαπέντε λεπτά στη συγκεκριμένη περίπτωση), έχοντας διάφορες εναλλαγές και διαφορετικές προσεγγίσεις. Συχνό φαινόμενο στο album είναι και η χρήση ακουστικής κιθάρας.

Δεν παύει όμως να λείπει κάτι. Και αυτό είναι η δομή των τραγουδιών. Ο Dryer μπορεί να κατέχει την εξάχορδη αλλά riffs της προκοπής εδώ δεν ακούμε. Σχεδόν μόνο απλά κιθαριστικά γεμίσματα για να υπάρχει κάτι στο υπόβαθρο, ενώ το παρακάνει με τα υπερβολικά πολλά solos τα οποία κάποιες φορές μπαίνουν και σε άκυρα σημεία. Αν δεν υπήρχαν αυτά, πραγματικά θα μιλούσα για ερασιτεχνική δουλειά στις κιθάρες.

Ο Minnemann μπορεί να είναι πολύπειρος και εξαιρετικός drummer αλλά εδώ, όσα γεμίσματα και να κάνει, οι συνθέσεις δεν τον αφήνουν να αναδειχθεί και αναλώνεται στη μονοτονία που ανέφερα πιο πριν. Όσο για τον Michael; Έχει τρομερή φωνή, η χροιά του φέρνει στο μυαλό και τον Dane, αλλά από μόνη της δεν μπορεί να κάνει δουλειά όταν το αποτέλεσμα ηχεί στα αυτιά μου τόσο ασύνδετο. Επίσης, οι τσιρίδες του και τα διάφορα εφέ που χρησιμοποιεί δεν βοηθάνε την κατάσταση.

Πραγματικά άκουσα το “Curse Of Autumn” παραπάνω φορές από όσο θα έπρεπε, προσπαθώντας να πιάσω κάτι. Η σχεδόν μία ώρα που διαρκεί όμως δεν το κάνει εύκολο. Κουράζει και οι συνθέσεις του μου φαίνονται πολύ επίπεδες, με απουσία ουσιωδών riffs. Τα solos πλάκα έχουν αλλά δε χτίζεις δίσκο πάνω τους, εκτός και αν είναι καθαρά ορχηστρικός. Οπαδοί συγκροτημάτων όπως Sanctuary, Nevermore, Symphony X και Communic για παράδειγμα, δώστε του μια ευκαιρία και ίσως έχετε άλλη άποψη.