Ιδιαίτερη περίπτωση αυτή των Σουηδών Eucharist (σημαίνει Θεία Κοινωνία). Ιδρύθηκαν το 1989 και μέχρι το 1998 είχαν ήδη διαλύσει τέσσερις (!) φορές, με την τελευταία να είναι και η πιο μεγάλη αφού η επιστροφή τους έγινε το 2015 και μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί μόνιμη. Το “I Am The Void” λοιπόν, λόγω των παραπάνω γεγονότων, αποτελεί μόλις το τρίτο full-length της δισκογραφίας τους στο οποίο υπάρχουν δύο μεγάλες αλλαγές.

Η πρώτη είναι αυτή στη θέση του drummer, την οποία σε όλες τις ενεργές περιόδους τους είχε ο Daniel Erlandsson των Arch Enemy, που αντικαταστάθηκε πρόσφατα από τον Simon Schilling (At The Grave, Marduk, Panzerchrist) για να πλαισιώσει το μοναδικό σταθερό μέλος του συγκροτήματος Markus Johnsson (κιθάρες, φωνητικά). Η δεύτερη έχει να κάνει με την ηχητική τους κατεύθυνση που φαίνεται μάλιστα από τις πρώτες νότες.

Στον πρώτο τους δίσκο “A Velvet Creation” (1993) έπαιζαν ένα melodic death metal επηρεασμένο φανερά από τις πρώιμες ημέρες της γνωστής τριάδας Dark Tranquillity, At The Gates και In Flames. Στο δεύτερο “Mirrorworlds” (1997) συνέχισαν με την ίδια περίπου λογική, βάζοντας όπως περισσότερη μελωδία και πιο πολλά δικά τους στοιχεία ώστε να ξεχωρίσουν. Πλέον όμως οι Eucharist πλέουν ξεκάθαρα προς black metal νερά αφήνοντας πίσω τους ολοκληρωτικά το death metal παρελθόν τους.

Τα κομμάτια ως επί το πλείστον είναι γρήγορα, με το drumming του Schilling να είναι καταιγιστικό. Τα riffs είναι ξυράφια και πολλές φορές ακολουθούν την ταχύτητα των drums, ενώ κάποιες άλλες γίνονται πιο ατμοσφαιρικά και μελωδικά με τα αντίστοιχα κοψίματα ταχύτητας ώστε να μην ακούγεται ο δίσκος μονότονος και επαναλαμβανόμενος. Τα φωνητικά του Johnsson είναι και αυτά φυσικά σε μαύρη απόχρωση. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν melodic black metal, αν και η μελωδία δεν είναι το βασικό συστατικό της μουσικής του δίσκου.

Στο album δεν λείπουν και κάποιοι πειραματισμοί, όπως η punk αισθητική στο “Mistress Of Nightmares”, η gothic προσέγγιση με τα πλήκτρα και τα ψιθυριστά φωνητικά στο “Nexion” και κάποια death metal riffs στο “Lilith”. Εντύπωση μου έκανε η διάρκεια του “I Am The Void”, η οποία φτάνει την μία ώρα και ένα τέταρτο και είναι όσο τα δύο προηγούμενα albums μαζί! Δεν μπορώ να πω ότι με κούρασε (κάτι που μου συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις), αντιθέτως κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον μου μέχρι το τελευταίο λεπτό αφού η μουσική είναι σωστά δομημένη και καλοπαιγμένη.

Μεγάλη και τολμηρή αλλαγή από τους Eucharist λοιπόν, αφού όλα αυτά τα χρόνια είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα cult status γύρω από το όνομά τους με τους δύο δίσκους τους να θεωρούνται κλασικοί στο underground melodic death metal. Δεν ξέρω κατά πόσο θα καταφέρουν να κρατήσουν μαζί τους όλους τους παλιούς οπαδούς τους, σίγουρα όμως θα μπορέσουν να κερδίσουν κάποιους καινούριους. Ειδικά αυτούς που ακούνε black.