Η αλήθεια είναι πως δεν φτάνουν και πολλές κυκλοφορίες στα χέρια μου που να προέρχονται από τις πρώην Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες. Πόσο μάλλον από τα Σκόπια. Οπότε ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη η γνωριμία με τον ντράμερ των Steel Temple, Uros Veljkovic η οποία και οδήγησε σε αυτή την κριτική του δεύτερου άλμπουμ της μπάντας (και πρώτου αγγλόφωνου). 12 χρόνια χωρίζουν αυτή την κυκλοφορία από το ντεμπούτο του γκρουπ με το ενδιάμεσο κενό να γεμίζει με κάποια singles, συμμετοχές σε τοπικές συλλογές και φυσικά συναυλίες (με μία από αυτές να είναι support στους Whitesnake!). Αν και η μπάντα δεν προέρχεται από κάποια μεταλλικά προηγμένη περιοχή, έχει καταφέρει να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο και πολύ καλά εκτελεσμένο αποτέλεσμα που κυμαίνεται στο χώρο του μελωδικού και συνάμα γοτθικού metal μπολιασμένου με progressive στοιχεία. Ένα ακριβές σημείο αναφοράς θα μπορούσαν να είναι οι ύστεροι Kamelot. Οι ταχύτητες είναι κατά βάση μεσαίες και μεγάλο βάρος δίνεται στην ατμόσφαιρα με τα πλήκτρα να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα κομμάτια αναπτύσσονται μέσα σε λογικές διάρκειες και έτσι το αποτέλεσμα δεν κουράζει, αντίθετα κυλά ομαλά και ευχάριστα.

Αξίζει να σημειώσουμε πως το Nobody’s Slaves πρόκειται να κυκλοφορήσει και σε βινύλιο και ουσιαστικά θα αποτελέσει την πρώτη βινυλιακή αποτύπωση heavy metal μουσικής προερχόμενης από τα Σκόπια!