Όταν συνειδητοποίησα ότι φέτος είναι η χρονιά που οι Uriah Heep γιορτάζουν τα 50 τους χρόνια, “χωρίς να υπολογίσουμε τα δύο της πανδημίας”, δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσω.

Με τη θερμοκρασία υπό του μηδενός, η προβλήτα (δηλαδή το Docken) βρίσκεται στην περιοχή του Nordhavn, και όπως θα καταλάβατε από το όνομα, βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. Ενώ αρχικά ήταν αποθήκη αλατιού, μετατράπηκε σε πολιτιστικό κέντρο περίπου πριν 20 χρόνια. Καθώς περνούσα την κεντρική είσοδο, η τσίκνα από το “βρώμικο” εσωτερικού χώρου με καλούσε για δεύτερο δείπνο… Αρκετά ευρύχωρος ο χώρος της υποδοχής, με το προαναφερθείσα καντίνα, ένα κινητός πωλητής του καφέ, και το merchandise των Uriah Heep. Ο κεντρικός χώρος ήταν καλυμένος με μια ελαφριά ομίχλη. Η αρένα είχε την ασυνηθηστη διαρρύθμιση να είναι χωρισμένη στη μέση. Δεξιά οι καθήμενοι, και στα αριστερά οι όρθιοι. Αρκετός κόσμος, αλλά αρκετά ευρύχωρα ακόμα, ώστε να μπορέσω να φτάσω στη δεύτερη σειρά στην αριστερά πλευρά των ορθίων.

Στη σκηνή, τα τύμπανα, μερικά μικρόφωνα και διάφορα καθίσματα, και τα πλήκτρα, όλα στριμωγμένα στο μπροστινό μέρος της σκηνής. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα ποιος θα άνοιγε τη συναυλία. Το εισιτήριο δεν έγραφε τίποτα! Μια λευκή κουρτίνα που χώριζε το μπροστινό μέρος της σκηνής από το πίσω δεν έδινε περαιτέρω πληροφορίες.

Ήταν οκτώ η ώρα και οι ερωτήσεις μου απαντήθηκαν σύντομα. Η συναυλία ξεκίνησε με ένα σχεδόν 7λεπτο βίντεο με τις “”‘appy” ευχές από μουσικούς όπως ο Steve Lukather, ο Ian Anderson (να πάιζει το φλάουτο παράφωνα και να εύχεται χρόνια πολλά στον Uriah και τους Heeps), ο Joe Lynn Turner, ο Alice Cooper (να εύχεται σημαδεύοντας τους μουσικούς με βελάκια), οι Vanilla Fudge, και ο Brian May. Μετά, σιωπηλά, οι Uriah Heep βγήκαν στη σκηνή και πήραν τις θέσεις τους. Προφανώς θα άνοιγαν για το ίδιο τους το σόου!

Σε ένα πολύ ζεστό και οικείο περιβάλλον, οι Uriah Heep είχαν όρεξη για κουβέντα, και μουσικά, αλλά και ανάμεσα στα τραγούδια.

Με τη φανταστική φωνή του Bernie Shaw, τις ιστορίες του Mick Box για το κάθε τραγούδι, τις μελωδίες του Phil Lanzon (“piano forte” σύμφωνα με τον Shaw), και τους απαλούς ρυθμούς των Russell Gilbrook και Dave Rimmer, το πρώτο 40-λεπτό ήταν μαγικό.

Το σετ ξεκίνησε με το Circus – γραμμένο ως σχόλιο για τη σκηνή του Los Angeles στις αρχές της δεκαετίας του 70, όταν όλοι ήθελαν να γίνουν αστέρες – και συνέχισε με το Tales και το Free Me, ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Uriah Heep. Συνέχισαν με το Come Away Melinda, για το αντιπολεμικό και επίκαιρο θέμα του, το Confession – “ο καλύτερος τρόπος να εξομολογηθείς κάτι είναι με ένα τραγούδι”, το μελαγχολικό Rain, και τελικά τα Wizard, Paradise, και Circle of Hands, σε ένα Demons and Wizards medley. Όπως ήταν αναμενόμενο το 50-λεπτο ακουστικό σετ τελείωσε με το Lady in Black, τον “κοιμώμενο γίγαντα” που χρειάστηκε να το ανακαλύψει ένας Γερμανός DJ πριν γίνει η επιτυχία που είναι ακόμα και σήμερα. Το αστείο της ημέρας ήταν η περίεργη διαρρύθμιση των θεατών, με τους ορθίους στα αριστερά και τους καθήμενους στα δεξιά της σκηνής. Κάθε λίγο και λιγάκι, ο Shaw και ο Box παρότρυνε τους καθήμενους να σηκωθούν και να συμμετάσχουν περισσότερο. “Δεν είναι υποχρεωτικό να κάθεστε εκεί!” τους είπε. “Οι θέσεις σας θα είναι εκεό όταν επιστρέψτε¨ τους είπε ο Box πριν το τελευταίο τραγούδι. Η θέα από τη σκηνή θα πρέπει να ήταν πολύ παράξενη…

Μισή ώρα αργότερα, γύρω στις 9:20, ένα μικρό slideshow παρουσίασε διάφορα μέλη της μπάντας ανά τα χρόνια, ενώ στα ηχεία έπαιζε το Dreams of Yesteryear. Η λευκή κουρτίνα είχε ήδη απομακρυνθεί. Με τα ¨αργά” τραγούδια να έχουν βγει από τη λίστα, η μπάντα μπήκε δυνατά σα δυναμίτης με το Against the Odds, ακολουθούμενο χωρίς διακοπή από το The Hanging Tree. Ο Shaw τότε μας καλωσόρισε στο δεύτερο μέρος, με το πρώτο να είναι το “ταπεινό”. Μετά ρώτησε τους καθήμενους αν νιώθουν καλά και ζήτησε να του πλέξουν ένα ζακετάκι μέχρι να τελειώσει το σόου. “Βέβαια, δε χρειάζεται να κάθεστε. Μπορείτε να σηκωθείτε!” Μετά σημείωσε τα 50+2 χρόνια ιστορίας με τον COVID… “Είμαστε απλά Travellers in Time”. Μετά το Between Two Worlds, ο Shaw αστειεύτηκε ότι “δεν είμαστε πια 35, είμαστε τα διπλάσια” και μίλησε για το Stealin’, ένα τραγούδι που το θυμάται, καθώς τελείωσε το σχολείο όταν κυκλοφόρησε.

Μπαίνοντας στη δεκαετία του 80, ο Shaw περιέγραψε πως το Abominog, το άλμπουμ που περιείχε το επόμενο τραγούδι, Too Scared to Run, είχε ψηφιστεί το δεύτερο χειρότερο εξώφυλλο άλμπουμ της χρονιάς, μετά τον Ozzy Osbourne. Ακολούθησε το πλούσιο σε πλήκτρα Rainbow Demon, και το What Kind of God, από το Wake the Sleeper, ένα άλμπουμ που πήρε 8 χρόνια να κυκλοφορήσει, το 2008, καθυστερημένο από “τύπους σε κουστούμια”. Το πιο αργό Sunrise έδωσε τη θέση του στο ζωηρό Sweet Lorraine. Το “μέταλ” Free ‘n’ Easy άνοιξε για το July Morning, και τα encore Gypsy και Easy Livin’.

Αυτά ήταν 120 γεμάτα λεπτά με ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν οι Uriah Heep, μαζί με δύο εισαγωγικά βίντεο και τα δύο σετ, το ακουστικό και το κλασικό, ήταν ο καλύτερο τρόπος για να γιορτάσουμε τα 50+2 χρόνια αυτής της θρυλικής μπάντας. Πραγματικά χαίρομαι που δεν το έχασα.

Γιώργος Ανασοντζής