Το να βλέπεις για πρώτη φορά ένα αγαπημένο σου συγκρότημα είναι μια εμπειρία μοναδική και αξέχαστη. Είναι ένα όνειρο που μπορεί να έμοιαζε άπιαστο, αλλά πραγματοποιείται. Αυτό από μόνο του είναι κάτι τόσο δυνατό που θες να το ζήσεις με όλο σου το είναι. Αυτό έκανα το βράδυ της Παρασκευής.
Στην αρχή εμφανίστηκαν οι Volk, ένα ντουέτο από την Αμερική, με την Eleot Reich στα φωνητικά και τα τύμπανα και τον Christopher Lowe στην κιθάρα, που έχουν παίξει αρκετές φορές με τους Supersuckers, από όσο έψαξα για να δω τι μέρος του λόγου είναι. Αν και δεν έχω μεγάλη συμπάθεια σε τέτοια σχήματα αυτό που άκουγα στην αρχή και έμοιαζε με ZZ Top ήταν καλό, αργότερα όμως όταν o Lowe επιδόθηκε σε αυτοσχεδιασμούς κάπου με έχασαν.
Αμέσως μετά ήταν η σειρά των Nothing Thrives με το τρομερό λόγκο, το οποίο όμως δεν παραπέμπει στο punk-ίζον rock που παίζουν. Ο τραγουδιστής εμφανίστηκε στη σκηνή με μακρύ μαλλί, το οποίο όμως δεν κράτησε και για πολύ γιατί ήταν περούκα, την οποία πέταξε στο κοινό. Με μπόλικη ενέργεια και ασταμάτητη κίνηση πάνω-κάτω στη σκηνή ξεσήκωνε τον κόσμο. Ξεχώρισα το τραγούδι “Riot”, όπου σχηματίστηκαν τα πρώτα mosh-pit.
Οι Θεσσαλονικείς Liptards που ακολούθησαν ήταν για μένα η αποκάλυψη της βραδιάς. Με τον Theo, έναν μπροστάρη αλητόφατσα, που κοιτούσε υπεροπτικά το κοινό από κάτω και μετά βίας στεκόταν ακίνητος, τον rockstar Joe στην lead κιθάρα με σακάκι, φουλάρι, ζεβρέ πουκάμισο και καπέλο με στρογγυλό γείσο, που έπαιρνε αγέρωχες πόζες και στον αντίποδα, τον Jerry, στη ρυθμική που έμοιαζε με μέλος των Clash με το στενό τζιν με παντζάκια ανεβασμένα, το μπλουζάκι (Dwarves) με τα διπλωμένα μανίκια, το κούρεμα νεοσύλλεκτου και το άρβυλο, ήταν σίγουρο ότι μόνο απαρατήρητοι δεν θα περνούσαν. Μουσικά μου θύμισαν πολύ τους αγαπημένους μου Gluecifer των τριών πρώτων άλμπουμ ακροβατώντας ανάμεσα στο punk και το rock’n’roll. Έπαιξαν αποκλειστικά δικό τους υλικό από το ντεμπούτο άλμπουμ τους “Bowery Smiles” και τα δυο singles “Loose Noose” και “Paycheck”. Θα του τσεκάρω άμεσα και ευτυχώς υπάρχουν τέτοια γκρουπ στην χώρα μας και κρατούν το λάβαρο ψηλά δίνοντάς μας ελπίδα για το μέλλον.
Και με το ρολόι να δείχνει σχεδόν 11μιση το αυτοαποκαλούμενο «μεγαλύτερο rock’n’roll συγκρότημα στον κόσμο» ανεβαίνει στη σκηνή και εξαπολύει μια επική επίθεση rock’n’roll των υψηλότερων οκτανίων με τα πρώτα τραγούδια να χτυπάνε το κοινό σαν σφαλιάρες. Ξεκινούν με ένα από τα πιο γνωστά τους τραγούδια, το “Pretty Fucked Up” και αμέσως κολλητά συνεχίζουν με το πιο πρόσφατο “All Of The Times” και το σούπερ κλασικό “The Evil Powers Of Rock’n’Roll”, ενώ καπάκια έρχεται και το “Rock’n’Roll Records” με έναν πραγματικό χαμό να επικρατεί μπροστά στα πόδια του με φωνές, ουρλιαχτά, σφυρίγματα, χορό, ξύλο, υψωμένες γροθιές σε ένα Κύτταρο, όπου η πλατεία είχε γεμίσει από περίπου 300 υποψιασμένους μύστες του αυθεντικού Αμερικάνικου rock’n’roll. Χαρακτηριστική η ατάκα που άκουσα κάπου ότι “οι μη Αμερικάνοι θα πρέπει να απαγορεύεται να παίζουν rock’n’roll”.
Πολλές φορές όταν περιμένεις πολύ κάτι οι απαιτήσεις σου και οι προσδοκίες γίνονται βουνό και ενδέχεται η πραγματικότητα να μη σε ικανοποιήσει, ή ακόμα και να σε απογοητεύσει και αυτό είναι ίσως το χειρότερο πράγμα μπορεί να συμβεί σε έναν οπαδό. Ευτυχώς, αυτό δεν έγινε. Από την πρώτη στιγμή που τους είδα στο soundcheck με την κούραση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, αλλά με μάτι να γυαλίζει ήξερα ότι η συναυλία θα ήταν όπως την περίμενα, μόνο που τελικά αποδείχτηκε ακόμα καλύτερη.
Βλέπετε δεν ήταν μόνο η χαρακτηριστική άνεση και ο αέρας που είχαν οι τρεις Supersuckers πάνω στη σκηνή, αλλά και το υλικό που μας παρουσίασαν. Γενικά, με 30 και βάλε χρόνια στην πλάτη και γρανιτένιο δέσιμο μεταξύ τους είναι από τις μπάντες που αλλάζουν κατά βούληση setlist, παίζουν τραγούδια για μια φορά, διασκευές που ψάχνεσαι να βρεις τι είναι και άλλα πολλά. Η Αθήνα (δεν ξέρω για τη Θεσσαλονίκη και το Βόλο –πολύ θα ήθελα να τους έβλεπα άλλες δυο φορές!) είχε την τύχη να ακούσει ένα ολοκαίνουριο τραγούδι, από το επερχόμενο στούντιο άλμπουμ (“Maybe I’m Just Messing With You”), αλλά και μια φρενήρη διασκευή στο “That Is Rock’n’Roll” των Coasters, το “Beer Drinkers & Hell Raisers”, που δεν έχουν παίξει πουθενά αλλού μέχρι στιγμής και το “Rocket 69” που είναι άλλη μια διασκευή στους Lee Harvey Oswald Band από το 1996, που προφανώς είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό, αλλά όχι τους Supersuckers, καθώς σε αυτούς έπαιζε ο πρώην κιθαρίστας τους, Rick Sims, τον οποίο τίμησαν με αυτόν τον τρόπο. Αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα μιλάμε για μια από τις πιο χίμα και ακομπλεξάριστες μπάντες που έχουν υπάρξει ποτέ, ενώ σίγουρα είναι αντάξιοι του απόλυτου παράσημου που τους έδωσε ο Lemmy, όταν είπε πως «αν δεν σου αρέσουν οι Supersuckers, δεν σου αρέσει το rock’n’roll».
Κάπου προς τα μέσα του σετ, ο κιθαρίστας “Metal” Marty Chandler ανέλαβε και τα lead φωνητικά παρουσιάζοντας τρία τραγούδια από το σόλο άλμπουμ του, τα οποία ο κόσμος υποδέχτηκε ζεστά. Σε εκείνο το σημείο ο Eddie Spaghetti ζήτησε από τον κόσμο να ζητήσει τραγούδια και ακούστηκαν τα “I Want The Drugs” και το αγαπημένο “Sleepy Vampire”, από το πιο αγαπημένο μου άλμπουμ μέχρι στιγμής, το “Motherfuckers Be Trippin’”. Μιλώντας για τον Eddie, πραγματικά πρόκειται για μια μεγάλη φιγούρα, κινητή εγκυκλοπαίδεια του rock’n’roll, φιλόσοφου, αλλά ταυτόχρονα πολύ απλού και καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος όταν ανέβει στη σκηνή γίνεται ο απόλυτος rocker. Με τη φωνή του λίγο ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες απέδωσε όπως έπρεπε όλα τα τραγούδια στο περίπου 80λεπτο (αν μέτρησα καλά) που δεν είχε καμία διακοπή, ούτε encore, ούτε ανάσα κυριολεκτικά πέρα από τις σύντομες εισαγωγές σε κάποια από τα τραγούδια.
Βράχος και ο Chris Von Streicher στα μετόπισθεν, η «μηχανή» του συγκροτήματος με ένα τόσο απλό και λιτό ντραμ σετ που νόμιζες ότι κάτι έλειπε, όμως το έκανε να ακούγεται σαν βομβαρδιστικό. Με ένα τόσο στιβαρό rhythm section ο Marty με την ταλαιπωρημένη του κιθάρα που κρεμόταν πολύ χαμηλά έκανε πάρτυ με εντυπωσιακό παίξιμο, σόλο, γεμίσματα και δεύτερα φωνητικά.
Ο κόσμος πέρασε πολύ καλά και ήταν κάπως παρήγορο το γεγονός να βλέπεις ότι έστω το κάτω μέρος του χώρου ήταν γεμάτο και πως υπήρχε αρκετή νεολαία, πέρα από τις παλιοσειρές που δεν θα το έχαναν αυτό με τίποτα.
Σε έναν ιδανικό κόσμο οι Supersuckers θα έπρεπε να είναι στην κορυφή, επίτιμο μέλος στο Rock’n’Roll Hall Of Fame, σημείο αναφοράς για τη μουσική και να παίζουν σε αρένες ως μια από τις πλέον αυθεντικές και τίμιες μπάντες που υπάρχουν εκεί έξω. Μακάρι, η Made Of Stone, στους οποίους χρωστάμε τουλάχιστον ευγνωμοσύνη, να τους ξαναφέρει και να τους ξαναδούμε και να έρθουν κι άλλοι να τους δουν και να γεμίσουν τους χώρους που θα παίζουν γιατί πρώτα από όλα το αξίζουν εκείνοι, αλλά το έχουμε ανάγκη και εμείς.
Γιάννης Δόλας
Pretty Fucked Up, All Of The Time, The Evil Powers Of Rock’n’Roll, Rock’n’Roll Records (Ain’t Selling This Year), Coattail Driver, Creepy Jackalope Eye, Get The Hell, Ain’t Gonna Stop (Until I Stop It), Dead Inside, Maybe I’m Just Messing With You, The History Of Rock’n’Roll, How Many Turns Will It Take to Unscrew It Up, Fisticuffs, Rock Your Ass, Workin’ My Ass Off, Goddamn Divorce, Idaho Baby!, I Want The Drugs, Sleepy Vampire, That Is Rock’n’Roll (The Coasters), I Tried To Write A Song, Rocket 69 (Lee Harvey Oswald Band), Supersuckers Drive-By Blues, Beer Drinkers & Hell Raisers (ZZ Top), Born With A Tail