Για μια ακόμα φορά οι αγαπημένοι Uriah Heep θα βρίσκονται κοντά μας για δυο σπέσιαλ συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ολοκληρώνοντας της περιοδεία τους για την 50η τους επέτειο. Ο Mick Box, όπως πάντα ευδιάθετος και πρόσχαρος μιλάει για το show που θα παρακολουθήσουμε, τα μελλοντικά σχέδια των Heep και το μυστικό που κρύβεται πίσω από μια καριέρα που κρατά περισσότερο από μισό αιώνα. Μιλάει επίσης για το αν επηρεάζεται από νεότερους κιθαρίστες, τη δική του προσέγγιση στην κιθάρα, τη συνεισφορά του μεγάλου John Wetton στο συγκρότημα, την σχέση του με τον Ken Hensley, τους επικριτές, την αρνητική στάση του Τύπου και την έκθεση της γενιάς του στο τρίπτυχο sex, drugs & rock’n’roll… Συνέντευξη: Γιάννης Δόλας

Rockpages.gr: Τι θα πρέπει να περιμένουμε από τις δυο επετειακές συναυλίες στην Ελλάδα;

Mick Box: Παίζουμε ένα special set για την 50η μας επέτειο σε αυτή την περιοδεία. Ουσιαστικά, παίζουμε ό,τι περιμένει να ακούσει κανείς όταν έρχεται σε μια συναυλία των Uriah Heep. Πάντα θα παίζουμε το “July Morning”, ή το “Easy Living”, ή το “Lady In Black”, ή το “Gypsy” και αυτά τα τραγούδια. Αλλά, έχουμε προσθέσει και κάποια από τα παλιά που δεν έχουμε παίξει εδώ και καιρό, ενώ έχουμε χωρίσει το show σε δυο μέρη, το ακουστικό και το ηλεκτρικό. Το ακουστικό έχει το vibe «γύρω από την φωτιά στην κατασκήνωση», ενώ μετά  βγαίνουμε με τέρμα τα γκάζια για το ηλεκτρικό. Οπότε, αν σας αρέσουν τα άλμπουμ από την δεκαετία του ’70 ως το “Living The Dream” είναι ένα καλό ταξίδι σε όλη την καριέρα μας.

Έχουμε πολύ οπτικό υλικό που περιλαμβάνει το κάθε πρόσωπο που έπαιξε στο συγκρότημα, ακόμα κι αν είχε την παραμικρή σχέση μαζί μας. Αποδίδουμε το σεβασμό που ταιριάζει σε όλους τους μουσικούς που πέρασαν από το συγκρότημα. Και το show είναι πραγματικά cool. Αν είσαι οπαδός μας αξίζει τον κόπο γιατί περιλαμβάνει τα πάντα. Ο David (ΣΣ, Byron), ο John (ΣΣ. Lawton)… όλοι τους. Ακόμα και… υπάρχει η φωτογραφία του πληκτρά που έπαιξε μαζί μας στο πρώτο μας άλμπουμ. Τον είχε ο Jerry Bron, ο μάνατζέρ μας, δάσκαλο στο σχολείο. Εμφανίζεται ακόμη κι αυτός, άρα τους έχουμε περιλάβει κυριολεκτικά όλους.

Rockpages.gr: Θα παίξετε καινούρια τραγούδια;

Mick Box: Όχι, γιορτάζουμε την 50η επέτειο, οπότε θα ασχοληθούμε μέχρι εκεί που φτάνει. Τα καινούρια τραγούδια θα τα παίξουμε την επόμενη χρονιά, με το νέο άλμπουμ, που λέγεται “Chaos In Colour” και θα κυκλοφορήσει στις 27 Ιανουαρίου.

Rockpages.gr: Όταν ρωτάς ένα συγκρότημα που κλείνει 50 χρόνια καριέρας για τα μελλοντικά του σχέδια, ποια είναι η απάντηση;

Mick Box: Να συνεχίσει κάνοντας αυτό που λατρεύει: να γράφει νέα μουσική, γιατί πρέπει να δημιουργείς καινούρια μουσική, να περιοδεύεις και να επικοινωνείς με το κοινό σου. Νομίζω πως όσο έχεις την υγεία σου και κρατάς το ίδιο πάθος μέσα σου μπορείς να ξεπερνάς κάθε εμπόδιο στο διάβα σου. Οπότε, συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα.

Rockpages.gr: Υπάρχουν κάποια συγκροτήματα από τα ‘70s και τα ‘80s που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει λόγος να γράφεις νέα μουσική πια, αφού ποτέ δεν θα φτάσει το επίπεδο των «κλασικών» του παρελθόντος, ενώ όταν παίζεις μια συναυλία ο κόσμος έρχεται να ακούσει τα παλιά και όχι τα καινούρια. Επομένως, τα καινούρια κλέβουν χρόνο που θα μπορούσες να παίξεις περισσότερα από τα παλιά, που το κοινό θέλει περισσότερο να ακούσει. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;

Mick Box: Είναι μια εντελώς ηττοπαθής φιλοσοφία έτσι; Ποτέ δεν σκεφτόμαστε έτσι. Πάντα σκεφτόμαστε ότι το επόμενο τραγούδι θα είναι «το τραγούδι». Για να είμαι ειλικρινής, τα νέα τραγούδια που μπαίνουν στο σετ, στη ζωή μας και στα άλμπουμ είναι αυτά που θα γίνουν κλασικά. Έτσι το βλέπουμε. Και είμαστε τυχεροί που έχουμε πολλά τραγούδια που άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου και που ο κόσμος θέλει να τα ακούει στις αρένες, αλλά και στα σπίτια του.

Το καινούριο υλικό που δίνουμε στο κοινό ελπίζουμε ότι θα τους χαρίσει τα ίδια συναισθήματα και αργότερα στη ζωή τους. Θα γίνουν κλασικά τα καινούρια μας τραγούδια; Δυστυχώς, χρειάζεται χρόνος για να καθιερωθεί κάτι σαν κλασικό και έτσι είναι η ζωή. Αλλά δεν είμαστε ηττοπαθείς.

Rockpages.gr: Παίζοντας κιθάρα και γράφοντας τραγούδια όλα αυτά τα χρόνια, θα έλεγες ότι επηρεάστηκες και από σύγχρονούς σου, ή πιο νέους παίχτες, ή πως οι επιρροές σου εξακολουθούν να είναι οι ίδιες με τις οποίες ξεκίνησες να παίζεις;

Mick Box: Δεν επηρεάστηκα καθόλου από κάποιον πιο νέο. Όχι. Ξέρεις μου αρέσει να παίζω κιθάρα με συναίσθημα και όχι σαν γραφομηχανή. Δεν με αγγίζει. Άκου έναν κιθαρίστα σαν τον Jeff Beck, με μια του νότα λέει όσα λένε οι άλλοι με χίλιες. Εκεί είμαι κι εγώ.

Το κλαμπ της μιας νότας! Γιατί τη μουσική πρέπει να τη νοιώθεις, δεν πρέπει να είναι μια θολούρα από νότες… και τα σόλο πρέπει να δουλεύονται έτσι ώστε να δίνουν κάτι παραπάνω στο κομμάτι, όχι να σε οδηγούν σε άλλες κατευθύνσεις και μετά να επιστρέφεις. Αυτό δεν λειτουργεί για μένα. Έτσι, πιθανότατα οι επιρροές μου είναι οι ίδιες με παλιά. Όταν άκουγα πολύ jazz.

Προτιμώ να ακούσω ένα κιθαρίστα σαν τον Paul Kossof, παρά οποιονδήποτε σημερινό shredder.

Rockpages.gr: Πως ήταν λοιπόν τότε, όταν ξεκινούσατε, σε έναν κόσμο χωρίς smart phones, smart ρολόγια, social media, computers… ρομποτικές ηλεκτρικές σκούπες;

Mick Box: Ήταν μια πολύ δημιουργική εποχή, ειδικά στον τομέα της μουσικής βιομηχανίας, γιατί ερχόμενοι από τη δεκαετία του ’60 με τα κοστουμάκια και τα σικ κουρέματα, τα χορευτικά, τα γλυκανάλατα τραγούδια, τις ζαχαρένιες μελωδίες, ήρθαν λοιπόν οι Led Zeppelin, οι Black Sabbath και οι Deep Purple στην Αγγλία και τάραξαν τα νερά στην Αγγλία. Τα μαλλιά μάκρυναν και γενικά η εποχή ήταν επαναστατική. Όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Όλα ήταν πιο χειροπιαστά. Μπορούσες να πάρει ένα άλμπουμ, να διαβάσεις τι έγραφε από πίσω, ή στο ένθετο, να βάλεις τη βελόνα στο δίσκο. Μπορούσες να αγγίξεις τα πάντα, υπήρχε ο ρομαντισμός του να περιμένεις να βγει ένα άλμπουμ και να πας στο δισκάδικο και να ψάχνεις, να παίρνεις κάτι και να ενθουσιάζεσαι όταν το άκουγες… όλα αυτά έχουν πια χαθεί. Τώρα, ακούμε διαφορετικά, αγοράζουμε διαφορετικά, τα βλέπουμε όλα διαφορετικά, όλα μέσα από ένα πληκτρολόγιο, με ένα δάκτυλο. Οπότε, είναι σίγουρα πολύ πιο διαφορετικά από ό,τι ήταν πριν. Και νομίζω πως τότε ήταν τόσο δημιουργική η εποχή γιατί ξεκινούσες με ένα συμβόλαιο σε μια δισκογραφική εταιρεία που είχε βάθος έξι, ή επτά άλμπουμ. Η εταιρεία συμφωνούσε μαζί σου και εσύ με την εταιρεία, δεν υπήρχε τίποτε όπως «πρέπει να ακούγεσαι έτσι», «πρέπει να έχεις αυτή την εικόνα», «πρέπει να παίζεις με αυτό τον τρόπο», «να είσαι έτσι»… Δεν το είχαμε αυτό. Μας επέτρεπαν να αναπτύξουμε τη μουσική μας. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που τότε δημιουργήθηκε τόσο καλή μουσική, την οποία ο κόσμος ακούει ακόμα.

Rockpages.gr: Ανήκετε στις πρώτες γενιές των rockstars που ήταν εκείνες που εκτέθηκαν σε ένα lifestyle καταχρήσεων, εξαρτήσεων, με υπερβολές, αλκοόλ, ναρκωτικά, γυναίκες, λεφτά…

Mick Box: Γιατί; Τι το κακό έχουν όλα αυτά; ΧΑΧΑΧΑ

Rockpages.gr: Δεν είπα ότι ήταν κακό, αλλά σίγουρα κάποια συγκροτήματα και καλλιτέχνες δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν σε όλα αυτά…

Mick Box: Εμείς αυτή τη στιγμή το μόνο χημικό που παίρνουμε είναι παιδικές ασπιρίνες για τον πονοκέφαλο! Χαχαχα! Ναι, ήταν μια τρέλα τότε. Φυσικά, όλη η βιομηχανία δούλευε υπερβολικά σε κάθε τομέα της. Ακόμα κι όταν υπέγραφες ένα δισκογραφικό συμβόλαιο, όπως σου είπα πιο πριν, υπέγραφες για έξι ή επτά άλμπουμ. Όλα ήταν πιο μεγάλα και καλύτερα και ο κόσμος τρελαινόταν. Και τότε άρχισαν οι θάνατοι, όπως αυτοί του Jim Morrison, της Janis Joplin, του Jimi Hendrix… και λες «για μισό λεπτό, όλα αυτά που κάνουμε δεν είναι και τόσο διασκεδαστικά τελικά». Κάποιοι από εμάς, όπως εγώ, μπόρεσαν να γλυτώσουν από το χείλος της καταστροφής. Γιατί γενικά σαν χαρακτήρας είμαι προσγειωμένος. Για άλλους ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Και δυστυχώς, δεν είναι πια μαζί μας σήμερα. Οπότε, ναι υπήρξαν πολλοί που έπεσαν θύματα όλων όσων ανέφερες. Εγώ κατόρθωσα να έχω τον εγωισμό μου κάθε φορά που ανέβαινα στη σκηνή και έπαιζα. Όταν κατέβαινα όμως ήμουν και πάλι ο εαυτός μου. Άλλοι δεν το έκαναν αυτό. Ζούσαν με αυτό το lifestyle διαρκώς και δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Σου δίνεται ένα ταλέντο με το οποίο μπορείς να ψυχαγωγήσεις τον κόσμο και αυτό είναι, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό σε πολλούς και αυτό δεν είναι μια υγιής ματιά.

Rockpages.gr: Πόσο κρίσιμο ήταν το “Abominog” για τους Uriah Heep; Όταν ήσουν μόνος σου και έπρεπε να βρεις μουσικούς για να ξαναφτιάξεις τη μπάντα υπήρξε κάποιο σημείο απόγνωσης, που σκέφτηκες «αυτό ήταν, πάει»;

Mick Box: Όχι, όχι, όχι. Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό. Νομίζω ότι το πιο κρίσιμο σημείο ήταν πριν από το “Abominog”, όταν τελειώσαμε το “Conquest” με εκείνη τη σύνθεση και υπήρχαν πολλές αμφιβολίες. Αλλά, αυτό κράτησε μόλις για ένα Σαββατοκύριακο. Μετά τηλεφώνησα στον Lee Kerslake, που ήταν στη μπάντα του Ozzy Osbourne, για να του ευχηθώ καλή τύχη για την Αμερικάνικη περιοδεία που θα πήγαινε. «Δεν θα πάω. Η Sharon θέλει μπάντα από Αμερικανούς», απάντησα. «Χχχμμ, πολύ βολικό αυτό», είπα, «έχω ένα συμβόλαιο για περιοδεία και άλμπουμ, σε ψήνει;». «Ναι, αρκεί να μην εμπλέκεται ο προηγούμενος μάνατζερ». Έπειτα, ρώτησα τον παλιόφιλο Bob Daisley, που δέχτηκε κι αυτός.

Έτσι, έφτιαξα μια μπάντα πάρα πολύ γρήγορα. Θυμάσαι που οι Heavy Metal Kids είχαν ένα τρομερό πληκτρά, τον John Sinclair, με τον οποίο είχαν περιοδεύσει πολύ; Ήξερα ότι θα μπορούσε να παίξει μαζί μας. Eίχαμε ήδη περάσει τον Pete Goalby από οντισιόν στα φωνητικά. Θυμάμαι ότι είχε εξαιρετική φωνή. Απλά δεν έβγαλε όλο του το ταλέντο. Ήξερα ότι είχε να δώσει περισσότερα. Έτσι, του τηλεφώνησα και του ζήτησα να έρθει στο στούντιο για να κάνουμε πρόβες στα τραγούδια που είχα γράψει με τον Bob. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Φτάσαμε στο TOP40 στην Αμερική και πήγαμε στις ΗΠΑ και περιοδεύσαμε με τους Def Leppard, οι οποίοι μόλις είχαν σημειώσει μια τεράστια επιτυχία με το “Pour Some Sugar On Me”, νομίζω (ΣΣ μάλλον το “Photograph” ήταν), που είχε γίνει ανάρπαστο στο MTV. Οπότε, ναι, ήταν πολύ συναρπαστικές στιγμές εκείνες.

Rockpages.gr: Υπάρχει κάποιο άλμπουμ που θεωρείς υποτιμημένο, ή κάποιο που δέχτηκε αρνητικές κριτικές, αλλά με την πάροδο του χρόνου δικαιώθηκε;

Mick Box: Ποτέ δεν είχαμε πολύ κακές κριτικές. Νομίζω πως όταν πρωτοεμφανιστήκαμε υπήρχε αμφισβήτηση, γιατί στο Λονδίνο είχαν καθιερωθεί οι Led Zeppelin, οι Deep Purple, οι Black Sabbath και μετά βγαίνουμε κι εμείς στο προσκήνιο. Οπότε, νομίζω ότι ο Τύπος αντέδρασε κάπως σαν: «ωχ, όχι κι άλλο». Μετά, η κατεύθυνση στη μουσική άλλαζε. Στο Λονδίνο ήταν δημοφιλής ο Dylan και το folk rock… Οπότε, εμείς, σαν τελευταίοι από τα heavy σχήματα δεχτήκαμε πολλές αρνητικές κριτικές, αλλά για μένα αυτό δεν ήταν πρόβλημα γιατί μας χάρισε έναν underground χαρακτήρα. Ό,τι κι αν έγραφε ο Τύπος εμείς γεμίζαμε τους χώρους που παίζαμε. Κάναμε τρία, ακόμα και τέσσερα encore κάθε βράδυ. Πουλούσαμε πολλά άλμπουμ. Οπότε, όλα μας πήγαιναν καλά, εκτός από αυτόν το μικρό… λόξιγκα. Και το ξεπεράσαμε αυτό. 50 χρόνια καριέρας που δείχνουν ότι εμείς είχαμε δίκιο και εκείνοι όχι.

Είναι δεδομένο ότι θα δεχτείς κριτική, αλλά αυτό είναι θεμιτό. Πάντοτε οι άνθρωποι μετράνε… οι οπαδοί. Γιατί αυτοί μιλάνε όταν αγοράζουν το προϊόν σου, τα μπλουζάκια, τα εισιτήρια για τις συναυλίες. Οπότε, αυτοί είναι αυτοί που πρέπει να ακούς.

Rockpages.gr: Η σχέση σας με τον Ken Hensley θα έλεγες ότι ήταν ανταγωνιστική, σαν τον John Lennon με τον Paul McCartney;

Mick Box: Ναι, έμοιαζε πάρα πολύ. Ο Ken ήταν πάρα πολύ ταλαντούχος μουσικός και συνθέτης, ποτέ δεν μπορούσα να το αρνηθώ αυτό, ήταν υπέροχος. Αλλά, όπως νομίζω είχε πει και ο ίδιος: «ήταν μια επαγγελματική σχέση, όχι φιλία». Έτσι το έβλεπε εκείνος, δεν ήταν αυτό που θέλαμε εμείς. Απλά, μερικές φορές έκανε τα πράγματα δύσκολα. Είχε φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο ανάμεσά μας. Για παράδειγμα, όταν βγαίναμε σε περιοδεία είχε φτιάξει έναν κόσμο γύρω από αυτόν. Ενώ είχαμε όλα όσα θέλαμε, είχαμε δυο μάνατζερ, έναν για εμάς και έναν για τον Ken. Είχε διαχωρίσει τον εαυτό του από το συγκρότημα και ήταν κρίμα, γιατί η σχέσεις μας θα μπορούσαν να είναι πιο υγιείς. Ποιος ξέρει; Θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμη φίλοι, αλλά από την άλλη δεν υπήρξε ποτέ φιλία.

Rockpages.gr: Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω για τον John Wetton, που έγινε μέλος των Uriah Heep για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Πως και δεν δουλέψατε μαζί του περισσότερο;

Mick Box: Ναι, βέβαια, ο John ήταν πολύ ταλαντούχος. Ψάχναμε για μπασίστα και ήμασταν στη Florida και καθόμασταν σε μια πισίνα, ενώ οι King Crimson περιόδευαν εκεί. Έπρεπε να βρούμε οπωσδήποτε έναν μπασίστα, οπότε ρώτησα τον John και μου είπε «βαρέθηκα τους Crimson. Θα γυρίσω στην Αγγλία, αυτό ήταν». Οπότε σκεφτήκαμε «αυτό είναι, τέλεια συγκυρία». Επίσης, ήταν φίλοι με τον Lee Kerslake γιατί κατάγονταν και οι δυο από την ίδια πόλη, το Bournemouth στα Νότια της Αγγλίας.

Έτσι, αρπάξαμε την ευκαιρία, τον πήραμε τηλέφωνο ξέροντας ότι είναι διαθέσιμος και τον ρωτήσαμε αν ήθελε να δοκιμάσει μαζί μας. Δέχτηκε και με το που ήρθε ταιριάξαμε αμέσως. Γιατί, όλοι είχαμε τις ικανότητες και εκείνος ανταποκρίθηκε ιδανικά. Αλλά, νομίζω πως όταν διώξαμε τον David (ΣΣ Byron), o John αισθάνθηκε ότι ήταν καιρός να πάει παρακάτω. Οπότε, έφυγαν και οι δυο την ίδια στιγμή… Βασικά, ο John είχε μια ατζέντα, αν μπορώ να το πω έτσι. Είχε μια λίστα… pop μπάντα, rock μπάντα, progressive rock μπάντα, metal μπάντα… απλά τίκαρε το σχετικό κουτάκι. Είχε παίξει σε prog σχήμα, σε pop, τους Roxy Music, τους Uriah Heep… Και μετά πήγε στους Asia, που ήταν progressive rock με μια pop πλευρά… είχε λοιπόν μια τέτοια ατζέντα, αλλά ότι ακουμπούσε γινόταν επιτυχία – του το δίνω αυτό. Εξαιρετικός!

Rockpages.gr: Ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας σας, η οποία αυτή τη στιγμή μετρά περισσότερα από 50 χρόνια;

Mick Box: Είναι 52 τώρα και μπαίνουμε στα 53. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο μυστικό. Το πιο προφανές είναι ότι έχει να κάνει με τη μουσική. Ο κόσμος έρχεται να ακούσει τη μουσική και να τη δει να παίζεται ζωντανά. Και ήμασταν αρκετά τυχεροί που είχαμε αρκετά καλά τραγούδια που άντεξαν στον χρόνο και ο κόσμος ακούει τη μουσική μας, ενώ εμείς γράφουμε και νέα τραγούδια. Οπότε, όλα αυτά μας δίνουν ζωή. Έχουμε πολλούς οπαδούς που μας ακολουθούν για πολλά χρόνια, αλλά έχουμε και πολλούς που μόλις μας ανακάλυψαν πρόσφατα, οπότε τώρα οι ηλικίες των οπαδών μας είναι από 7 έως 70! Χαχαχα!