Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, το metal είχε κυριευθεί από βαθιά κρίση ταυτότητας. Η κυριαρχία του grunge, του alternative και του core στο χώρο της σκληρής μουσικής είχε αφήσει στο περιθώριο συγκροτήματα και ήχους που είχαν μεγαλώσει κάμποσες γενιές και πάρα πολλοί metalfans προσπαθούσαν να βρουν μια ζεστή γωνιά για τα επόμενα ακούσματά τους. Οι προσπάθειες των Paradise Lost, Gamma Ray, Blind Guardian και ελάχιστων άλλων σχημάτων που δεν πτοήθηκαν από τις παραπάνω μεταβολές στη μουσική σίγουρα στάθηκαν στο πλευρό των παραδοσιακών (πλέον) οπαδών, οι οποίοι όμως ήταν λογικό να αναζητήσουν μια καινούργια πρόταση στο χώρο της metal μουσικής.

Μια τέτοια πρόταση ήρθε το 1996 από τους Therion και το “Theli”, έναν δίσκο με βασικό χαρακτηριστικό τη χρήση ορχηστρών στη μουσική τους, δίνοντας μια αίσθηση…αρραβώνα του heavy metal με την κλασσική-συμφωνική μουσική. Η κυκλοφορία αυτή για πολλούς και διάφορους λόγους έμεινε στο στενό πλαίσιο του underground χώρου ικανοποιώντας μια μικρή σχετικά μερίδα του κοινού.

Ένα χρόνο αργότερα, μια παρέα από το Kitee, μια κωμόπολη της Φινλανδίας, παρουσίασε τη νέα πρόταση που έμελλε να δημιουργήσει ένα ολόκληρο ιδίωμα που για μια δεκαπενταετία τουλάχιστον κυριάρχησε στο χώρο του metal και συνεχίζει ακόμα να είναι ένα πολύ ξεχωριστό και σημαντικό κομμάτι του. Το απίστευτο ταλέντο του Tuomas Holopainen έμοιαζε να ανακαλύπτει τον τροχό, ίσως να μπορούμε να μιλάμε για μια παρθενογένεση της μουσικής. Για πρώτη φορά στην ιστορία του metal, η μουσική ήταν γραμμένη όχι βασισμένη στις κιθάρες αλλά στα πλήκτρα με χρήση ορχηστρών. Το “Angels Fall First” μπορεί να μην καθιέρωσε τους Nightwish στο metal στερέωμα το 1997, το “Oceanborn” όμως ένα χρόνο αργότερα και ακόμα περισσότερο το “Wishmaster” το 2000 καθιέρωσαν όχι μόνο τους Nightwish αλλά και τον όρο “Συμφωνικό Μέταλ” στο κοινό. Με το δε “Once” το 2004 το συγκρότημα άρχισε να συμπεριλαμβάνεται στα κορυφαία σχήματα του metal, έχοντας αντιληθθεί άριστα τις τότε απαιτήσεις στο χώρο του metal κλείνοντας επίσης το μάτι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Μεγαλώνοντας οι Nightwish μεγάλωναν και οι απαιτήσεις τόσο από το κοινό, όσο και από τους ίδιους τους τους εαυτούς. Όσο για παράδειγμα βοήθησε η προσθήκη του Marco Hietala το 2001 όταν και κυκλοφόρησε το εκπληκτικό “Century Child”, άλλο τόσο προβλημάτισε και έριξε τη μπάντα για ένα διάστημα η αποχώρηση της Tarja Turunen που όσο κι αν ο Tuomas Holopainen ήταν και είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος αυτής της μαγευτικής μουσικής, άλλο τόσο η Tarja ήταν ο πόλος έλξης για τους fans με την εκπληκτική soprano φωνή της. Καριέρα χωρίς προβλήματα δεν υπάρχει φυσικά. Και οι Nightwish συνέχισαν να μεγαλώνουν γυρίζοντας αρκετές φορες τον τροχό που οι ίδιοι δημιούργησαν. Ήρθαν αρκετές αλλαγές στο line up της μπάντας, δύο προσθήκες όμως έμοιαζαν σαν άσσοι στο μανίκι του Truomas. Η πρώτη αφορά στο πολυεργαλείο που ακούει στο όνομα Troy Donockley και η δεύτερη στην κορυφαία ίσως τραγουδίστρια στο metal σήμερα, στη Floor Jansen, αντικαταστάτρια της αξιοπρεπούς μεν, αναιμικής δε, παρουσίας της Anette Olzon. Από το 2013 κι έπειτα οι Nightwish ολοένα και γιγαντώνονται, παρουσιάζοντας ένα από τα καλύτερα show που έχουμε δει ποτέ. Ο χρόνος θα δείξει αν η αποχώρηση του Marco Hietala τη χρονιά που μας πέρασε θα αποτελέσει πλήγμα για τη μπάντα. Παρακολουθώντας πάντως τους Nightwish στο Μόναχο τον περασμένο Δεκέμβριο, ο αντικαταστάτης του Jukka Koskinen φαίνεται πολύ καλή περίπτωση.

Το “The Greatest Show On Earth” θα περάσει από την Αθήνα στις 7 Ιουνίου, είναι μια από τις τελευταίες εμφανίσεις της μπάντας πριν από ένα μακρύ διάλειμμα στις εμφανίσεις του για τη συνέχεια κατά τη διάρκεια του οποίου θα ηχογραφήσει και το διάδοχο του “Human. :II: Nature.” και που σίγουρα θα μας κάνει να ουρλιάζουμε “We Were Here” κάπου προς το τέλος του show!

Δημήτρης Καζαντζής